Το Παρίσι είναι η πόλη του έρωτα (λένε), άρα των περίπου δύο εκατομμυρίων ερώτων, τουλάχιστον έξι από τους οποίους έχουν γίνει παρελθόν, παρότι οι εμπλεκόμενοι ταλανίζονται ακόμη από αισθήματα χωρισμού κι επιθυμίες επανασύνδεσης - με χαβαλέ. Αυτό είναι λίγο-πολύ το νόημα της νέας ταινίας τού ηθοποιού και σκηνοθέτη Μορίς Μπαρτελεμί, ο οποίος στήνει τη φόρμα ενός ανθρώπινου ψηφιδωτού και πατά πάνω σε πανανθρώπινα ένστικτα και σε παρωχημένα κλισέ για τη φύση της γυναίκας και του άνδρα - χωρίς πολύ χαβαλέ.
Οι ήρωες της ταινίας είναι έξι χωρισμένοι Παριζιάνοι, των οποίων η καθημερινότητα, ή η μοίρα, φέρνει έτσι τα πράγματα ώστε να ξανασυγχρωτιστούν με τους πρώην τους και να συνειδητοποιήσουν πως κι ό,τι τελειώνει, δεν τελειώνει πραγματικά. Κι εάν κάτι είναι στ' αλήθεια χαριτωμένο και φρέσκο στο φιλμ, αυτό είναι οι πρωταγωνιστές του, οι οποίοι κάνουν ό,τι μπορούν για να δώσουν συναισθηματική και κωμική γκάμα στους ήρωές τους, εγκαταλελειμμένοι όπως είναι όχι μόνο από τους συντρόφους τους, αλλά και από το σενάριο.
Η δομή τής ταινίας θέλει τα διάφορα ζευγάρια να διακλαδώνονται σε μικρές βινιέτες, με σκοπό μια καταχρηστική σύνδεσή τους προς το φινάλε και, παρά το αποσπασματικό του πράγματος, ο Μπαρτελεμί διατηρεί ένα σβέλτο ρυθμό κι ένα κέφι.
Ωστόσο, οι λίγες έξυπνες και ειλικρινείς στιγμές, κωμωδίας ή συναισθηματισμού, χάνονται ανάμεσα σ' έναν κατάλογο από είτε φυλετικά στερεότυπα, χιλιο-ιδωμένα στις «ζευγαρικές» εμπορικές κωμωδίες, είτε χοντροκομμένα αστεία - του επιπέδου ότι οι Καναδοί μιλούν με βλάχικη προφορά και δείχνουν διαρκώς τον ποπό τους, όχι κάτι πιο εμπνευσμένο - που δεν καταφέρνουν καν να προκαλέσουν ένα γάργαρο γέλιο.
Το εύρημα ότι κανείς δεν ξεμπερδεύει εύκολα με το παρελθόν του, είναι μια ιδέα γνώριμη και συνηθισμένη. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει κι ότι πρέπει να οδηγήσει, απαραίτητα, σε μια μπανάλ ταινία.