Η Γαλλία αντιμετωπίζει έναν από τους πιο κρύους χειμώνες στην ιστορία της κι η κυβέρνηση έχει τη λύση. Οι πιο εύποροι πολίτες αναγκάζονται να φιλοξενήσουν στη ζεστασιά του σπιτιού τους εκείνους που βρίσκονται χωρίς θέρμανση, ή χωρίς στέγη. Αυτή η «Μεγάλη Συγκατοίκηση» θα φέρει τη γαλλική μπουρζουαζία σε υπαρξιακό αδιέξοδο.
Σε μια πανέμορφη παλιά πολυκατοικία της αριστερής όχθης κατοικούν δυο οικογένειες με αντίθετες πολιτικές πεποιθήσεις: οι Ντιμπρέιγ, συντηρητικοί και ρατσιστές και οι Μπρετσέλ, τάχα μου αριστεροί, υπέρμαχοι της κοινωνικής δικαιοσύνης. Δίπλα τους ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Εβραίων με επώδυνες αναμνήσεις του Ολοκαυτώματος, ένα μοναχικός υπερήλικας και η ακροδεξιά θυρωρός. Με την επέλαση των «αδυνάμων» στα σπίτια τους, όλοι τους θα βγάλουν το πιο σκληρό, εγωιστικό πρόσωπό τους και η χειρότερη συμπεριφορά δεν θα έρθει απαραιτήτως από την αναμενόμενη πλευρά.
Η Αλεξαντρά Λεκλέρ, οπλισμένη μ' ένα ομαδικό καστ αποτελούμενο από τη γαλλική αφρόκρεμα του γέλιου (από την Καρίν Βιάρ μέχρι τη Ζοζιάν Μπαλασκό), προσπαθεί να σατιρίσει τη σύγχρονη ανθρωπιστική υποκρισία, τον τρόπο με τον οποίο, όταν υπάρξει ανάγκη, τα λόγια σπάνια γίνονται πράξη.
Η ταινία προσπαθεί να σατιρίσει τη σύγχρονη ανθρωπιστική υποκρισία, τον τρόπο με τον οποίο, όταν υπάρξει ανάγκη, τα λόγια σπάνια γίνονται πράξη.»
Κι η αλήθεια είναι ότι η ταινία έχει στιγμές πετυχημένου κωμικού timing. Ωστόσο, για να κάνει κανείς μια πετυχημένη κωμωδία, σήμερα, για ένα θέμα τόσο νωπό όσο η οικονομική κατάρρευση, η απώλεια της στέγης και των βασικών αγαθών και η προσφυγιά, πρέπει να είναι σεναριακή ιδιοφυία - ενώ, αντίθετα, η Λεκλέρ γεμίζει την ταινία της με κλισέ, με χοντροκομένες πλάκες και μ' ένα χιούμορ σχεδόν προσβλητικό.
Πάλι καλά που η ταινία βγαίνει καλοκαίρι και όχι χειμώνα, όταν όλα μοιάζουν σχεδόν τόσο δύσκολα όσο είναι.