Ο Μπερτράν είναι μεσήλικας, άνεργος εδώ και δύο χρόνια, φανατικός παίχτης του Candy Crush, καταθλιπτικός και… τυχερός, αφού η συζυγός του είναι άνευ όρων υποστηρικτική σε αυτή τη δύσκολη φάση της ζωής του. Μια ακόμη ευκαιρία (ή η τελευταία του), η αγγελία στο κολυμβητήριο της περιοχής του που ζητάει μέλη για μια ομάδα συγχρονισμένης κολύμβησης. Μέλη όπως ο Σιμόν, ένας ημιαποτυχημένος ρόκερ που αποτυγχάνει συνεχώς να «κερδίσει» την έφηβη κόρη του, ο Λοράν, ένας εργοστασιάρχης με προβλήματα θυμού στα πρόθυρα χωρισμού με τη γυναίκα του, ο χρεοκοπημένος αλλά κυρίως απελπισμένος Μάρκους, ο αφελής Τιερί που όλοι κοροϊδεύουν…
Σαν ένα λίγο πιο «υγρό» group therapy, τα μέλη της… εθνικής ομάδας συγχρονισμένης κολύμβησης θα σπάσουν μάλλον χωρίς συναίσθηση της επανάστασής τους το στεγανό ενός γυναικείου αθλήματος, θα δεχτούν να μάθουν φιγούρες που θα δοκιμάσουν την μάλλον ανύπαρκτη (σωματική, πρωτίστως) ευλυγισία τους, θα προπονηθούν αρχικά από την αλκοολική Ντελφίν και στη συνέχεια από την παραπληγική αλλά δεσποτική Αμαντά. Μετά από αρκετές συναντήσεις, μέσα και έξω από την πισίνα, θα πιστέψουν όχι μόνο στον εαυτό τους ή σε μια καλύτερη μέρα αλλά και σε ένα όνειρο που μπορεί τελικά να είναι η ατομική λύση για τον καθένα.
Πατώντας πάνω στη λογική του «Αντρες με τα Ολα τους», το «Κολύμπα ή Αλλιώς Βυθίσου» δεν είναι ακριβώς η feelgood κωμωδία που κανείς υποψιάζεται διαβάζοντας την υπόθεση. Οχι ότι ο τόνος δεν είναι διάφανα κωμικός και η λογική ξεκάθαρα προς το… λυτρωτική, τόσο για τους ήρωες όσο και για τους θεατές. Φέροντας, ωστόσο, με περισσή υπερηφάνια (και φλυαρία) τη γαλλική του ταυτότητα, το φιλμ του Ζιλ Λελούς όχι μόνο δεν κρύβει τη ρίζα του που είναι το σχήμα μιας απίθανης ιδέας που θα φέρει αταίριαστους μεταξύ τους ανθρώπους σε απόγνωση να βρουν μια κάποια έξοδο προς το φως, αλλά με τον δικό του τρόπο τολμά να είναι σκοτεινό, σε στιγμές αποπνιχτικό, κάποιοι θα υποστήριζαν καταχρηστικά αναλυτικό για ένα διακύβευμα που τελικά μοιάζει μάλλον να επιπλέει περισσότερο στα… ρηχά.
Οχι ακριβώς οι συμπαθητικοί άντρες της διπλανής πόρτας, αλλά μάλλον χαρακτηριστικοί τύποι-θύματα μιας κυνικής, εξαντλητικής κοινωνικο-οικονομικής καθημερινότητας, οι ήρωες του «Κολύμπα ή Βυθίσου» συστήνονται στον θεατή φορώντας μόνο το μαγιό τους, όσο το δυνατόν δηλαδή γυμνοί μπροστά στις αποτυχίες τους. Και είναι σε εκείνα τα σημεία, της παραδοχής της κάθε λάθος προσωπικής διαδρομής, περισσότερο από τα μάλλον εξαναγκαστικά αστεία ή τις υπερβολές του δεύτερου μέρους - που ο Λελούς καταφέρνει να κλέψει μικρές στιγμές μεγάλης αλήθειας από τους λαμπερούς πρωταγωνιστές του.
Μπορεί ο κεντρικός ήρωας να είναι ο (ψυχρός) Ματιέ Αμαλρίκ και ο μεγαλύτερος σταρ ο (γνώριμος - δεν το λέμε για καλό) Γκιγιόμ Κανέ, αλλά είναι οι μικρότεροι (σούπερ) σταρ που κλέβουν την παράσταση με διαφορά… φιγούρας. Ο Φιλίπ Κατρίν, ένας άγνωστος εκτός Γαλλίας τραγουδιστής και ήθοποιός που ενσαρκώνει με πηγαίο αυθορμητισμό την τραγικότητα του αστείου ήρωά του αποσπώντας και το μοναδικό Σεζάρ από τα 10 που ήταν υποψήφια η ταινία. Ο Μπενουά Πελβούρντ - μοναδικός στον αβίαστο κλαυσίγελω ενός απέραντα άτυχου ανθρώπου. Ο Ζαν Χιου - Ανγκλάντ (αυτός που πριν δεκαετίες αγάπησε παράφορα την «Μπέτι Μπλου») που στον καλύτερο ρόλο της ταινίας προσφέρει εκρήξεις τρυφερότητας και πραγματικής συγκίνησης.
Σε μια κωμωδία που κατά λάθος (κάνει καλά και) θυμίζει κωμικό δράμα, το υπερβολικά μαγικό, «αμερικάνικο» φινάλε και μια σειρά από κλισέ φινάλε για τον κάθε ήρωά της έρχονται αναμενόμενα μάλλον για να τονώσουν το mainstream χαρακτήρα μιας ταινίας που πρωταρχικά απευθύνεται στο μεγάλο κοινό. Πράγμα που επιβεβαιώθηκε εντός Γαλλίας με ένα τρομακτικό νούμερο στο box office αλλά που δεν μοιάζει να έχει την ίδια τύχη όταν βουτάει - ακόμη και χαριτωμένα - στα βαθιά νερά μιας άλλης κουλτούρας.