Ως γνωστόν, ο Λόγος μπορεί να ταπεινώσει ή να ανυψώσει, να αποκρύψει ή να ξεμπροστιάσει, να τσακίσει κόκκαλα ή να συμφιλιώσει, να «δείρει» ή να χαϊδέψει. Στη νέα κομεντί του βετεράνου Γάλλου ηθοποιού και ενίοτε σκηνοθέτη Ιβάν Ατάλ («Και έζησαν αυτοί καλά…»), τα κάνει όλα –και λογαριασμό δε δίνει. Κατ’ εικόνα του ήρωα του, του φίλαυτου και αλαζόνα καθηγητή Νομικής Πιέρ Μαζάρ, έτοιμου ανά πάσα στιγμή, σαν πρόσκοπος του Διαβόλου θαρρείς, να εκτοξεύσει το ρατσιστικό του δηλητήριο προς κάθε κατεύθυνση.

Ομως, για τον ανερυθρίαστα προκλητικό κύριο Ναζάρ η ώρα του λογαριασμού έρχεται, όταν προσβάλλει ένα πρωί τη Νεϊλά, τη νεόφερτη στην τάξη Αλγερινή φοιτήτρια από τα ανυπόληπτα μπανλιέ, επειδή άργησε πέντε λεπτά στο μάθημα. Κι αυτό μπροστά σε όλους τους σπουδαστές, οι οποίοι -άλλο που δεν ήθελαν ως γνώστες του κουμασιού του- τον αποδοκιμάζουν με γιουχαητά και σπεύδουν στην απαθανάτιση του σκηνικού με τα κινητά τους. Το συμβάν γίνεται viral, και ο πρύτανης, για να συντηρήσει την φήμη του πανεπιστημίου, του ζητά ακολούθως εξιλέωση: θα εκπαιδεύσει τη Νεϊλά, τη φοιτήτρια ακριβώς που ευτέλισε, για τους εθνικούς διαγωνισμούς ρητορικής.

Προς συμμόρφωση, αλλά όχι (ακόμα) και γνώση. Τα ιδιαίτερα ξεκινούν, διστακτικά κι από τις δυο μεριές, που δε λένε να υποχωρήσουν. Ο πικρόχολος Ναζάρ εξακολουθεί να στερείται ελέγχου στην πολιτική του «ανορθότητα», η Νεϊλά αντιδρά βγάζοντας γλώσσα. Ωστόσο, είναι η ίδια γλώσσα που, συν τω χρόνω και χάρη στη δημηγορία του επηρμένου δασκάλου, θα εξασκηθεί στη διαχείριση και την άρθρωση κι αυτής ακόμα της τραχύτητας.

Το θαύμα τελέστηκε –όχι φυσικά πως δεν το περιμέναμε. Και η γνώση επήλθε στην πορεία και ο λογαριασμός εξοφλήθηκε τελικά, στο πλαίσιο ενός τυπικά πυγμαλιωνικού δραματουργικού σχήματος που θέλει τις δύο ετερόκλητες πλευρές του να συγκλίνουν σταδιακά και τους ρόλους στη σχέση μέντορα και μαθητή να εναλλάσσονται σταθερά μέχρι το προδιαγραμμένο φινάλε.

Τι γλίτωσε λοιπόν απ’ αυτό το καθεστώς της πλήρους απουσίας εκπλήξεων;

Παρά τις επιμέρους υπερβολές (οι σκηνές στο βαγόνι του μετρό) και την επιδερμική σκιαγράφηση των χαρακτήρων (ιδίως του καθηγητή), ένα κάποιο… μπρίο (πρωτότυπος τίτλος, που σημαίνει, εκτός από την χάρη, και την επιδεξιότητα) τόσο στη συγγραφή των διαλόγων όσο και την ερμηνευτική εκφορά τους, που κάνει το σύνολο να μοιάζει (και να ακούγεται) λιγότερο τετριμμένο απ’ ότι κατάδηλα είναι.