Η Μαρίσα, μια συνταξιούχος Ισπανίδα γιατρός αποφασίζει να ταξιδέψει μέχρι την Ελλάδα για να προσφέρει εθελοντική βοήθεια μέσω μιας ΜΚΟ σε ένα κέντρο μεταναστών. Φτάνοντας εκεί θα απορήσει με τους κανόνες που της θέτουν οι υπεύθυνες της ΜΚΟ, αφαιρώντας της μεγάλο κομμάτι από τον αυθορμητισμό της, την εμπειρία της ως γιατρού, την αγάπη της για τα παιδιά και την όρεξή της για ανιδιοτελή προσφορά. Η γνωριμία της με ένα σιωπηλό και ντροπαλό ασυνόδευτο ανήλικο θα είναι ωστόσο καθοριστική, καθώς, παρά τις παραινέσεις των υπευθύνων, θα προσπαθήσει να επικοινωνήσει μαζί του και να το πείσει να πάει στο σχολείο και να εναρμονιστεί με τη ζωή στον καταυλισμό. Το ανήλικο θα δεθεί μαζί της και κάπως έτσι η Μαρίσα θα αρχίσει να αναπληρώνει το κενό της δικής της οικογένειας, των τριών ενήλικων παιδιών της που ζουν μακριά της και έχουν πια τις δικές τους ζωές.
Στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της (μετά το «Η Μαρία (και οι Αλλοι)» του 2016), η Ισπανίδα Νέλι Νεγκουέρο επιλέγει δύο σοφές οδούς.
Η πρώτη οδός είναι αυτή της πιστότητας, γυρίζοντας ολόκληρη την ταινία στην Ελλάδα, σε έναν καταυλισμό προσφύγων, επιδιώκοντας μια απόλυτα λειτουργική μείξη ρεαλισμού (που αγγίζει και το ντοκιμαντέρ) και μυθοπλασίας που δίνει ολοζώντανη την αίσθηση της ηρωίδας της, καθώς αυτή μεταφέρεται σε ένα ξένο τόπο με τη θέλησή της, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της.
Η δεύτερη και σημαντικότερη οδός είναι το βλέμμα της Νεγκουέρο που - ευτυχώς - βρίσκεται συνεχώς προσκολλημένο στην ηρωίδα της. Αυτή είναι η ιστορία της Μαρίσα και όχι της ΜΚΟ, των προσφύγων και της εύκολης συγκίνησης που αυτοί προκαλούν σε πλείστες κινηματογραφικές ταινίες.
Η «Εθελόντρια» δεν είναι παρά σε ένα πολύ πρώτο επίπεδο μια ταινία για την ανθρωπιστική κρίση και τη θέση του προνομιούχου απέναντι στα θύματά της. Η ταινία της Νεγκουέρο είναι η ιστορία μιας γυναίκας που στο τέλος ενός πρώτου μεγάλου κύκλου της ζωής της νιώθει έτοιμη να προσφέρει ξανά και να αγαπηθεί ως γυναίκα, ως φίλη, ως μητέρα. Εξ ου και η κάμερα βρίσκεται συνεχώς κολημμένη πάνω στην φανταστική (και αλμοδοβαρική, με συμμετοχές στις «Ραγισμένες Αγκαλιές», το «Δέρμα που Κατοικώ» και άλλα) Κάρμεν Μάτσι που παίζει ανεπιτήδευτα τη Μαρίσα σε όλες τις φάσεις όπου θα τη συναντήσει αυτό το μικρό διάλειμμα της ρουτίνας της.
Οσο, όμως, αυτές οι δύο οδοί βάζουν τα θεμέλια για μια ταινία που δεν έχει γίνει για να εντυπωσιάσει εφήμερα αλλά για να μιλήσει ουσιαστικά με ανθρωπιά, τρυφερότητα αλλά και σκληρότητα για την γυναικεία ευαισθησία, τόσο το σενάριο της Νεγκουέρο αποδεικνύεται ασθενικό και υποκύπτει στα κλισέ που οδηγούν μαθηματικά σε ένα φινάλε που νιώθεις ότι το γνωρίζεις από την αρχή. Και αυτό δεν θα ήταν κακό, αν η Νεγκουέρο ανέβαζε την ένταση σε μια ταινία που μοιάζει χωρίς δραματουργία, αδικαιολόγητα διαρκώς επίπεδη, θύμα της (ναι) «θαυματουργής» ησυχίας της, η οποία όσο κι αν λειτουργεί αρχικά, καθώς περνάει η ώρα αφαιρεί δύναμη από τις εικόνες και τη σημασία τους, μικραίνοντας οριστικά τις διαστάσεις ενός φιλμ που, με τους δικούς του όρους, θα μπορούσε να είναι «μεγάλο».