Ιμαλάια, Θιβέτ, 5000 μέτρα υψόμετρο. Παγωνιά. Σε απροσπέλαστα κομμάτια του βουνού που τα βράχια επιτρέπουν μικρές κοιλάδες με λίγο πράσινο, δύο άντρες ντυμένοι με παραλλαγή, ψιθυρίζουν μεταξύ τους, περπατούν αθόρυβα, επιλέγουν το κατάλληλο σημείο και στήνουν τον εξοπλισμό τους: κάμερες, τηλεσκόπια, κυάλια. Οι σπηλιές των βράχων προσφέρουν την ιδανική φωλιά, η πρασινάδα την τροφή για γαζέλες και βουβάλια, οπότε κι Εκείνη πρέπει να παραμονεύει κάπου κοντά. Οι δύο άντρες είναι ο διάσημος φωτογράφος της άγριας φύσης, Βενσάν Μινιέ, κι ο ταξιδιωτικός συγγραφέας και φυσιοδίφης Σιλβέν Τεσόν. «Εκείνη» είναι ο λόγος που βρίσκονται εκεί. Εκείνη είναι «το άπιαστο» - ένα δυνατό, απρόσιτο και σπάνιο να εμφανιστεί στον άνθρωπο αιλουροειδές. Η Λεοπάρδαλη του Χιονιού.

Για τον Τεσόν το να τη δει αποτελεί όνειρο ζωής κι έτσι δέχεται την πρό(σ)κληση του Μινιέ. Αυτό που δεν περίμενε όμως, είναι το πόσα ακόμα θα δει στην πορεία. Περιμένοντας ακίνητος και παρατηρώντας. Γιατί ο Μινιέ θα τον εκπαιδεύσει στην τεχνική που εφαρμόζει σε όλα τα ταξίδια του (όπως αυτό στον Αρκτικό Κύκλο). Στην τέχνη του να στήνεις καρτέρι. Να γίνεσαι ένα με το περιβάλλον και να κάθεσαι με τις ώρες καρτερικά. Μπροστά σου τότε θα εμφανιστεί ένα πραγματικό θαύμα: η φύση. Οσο άδειο κι αν σου φαίνεται το τοπίο με γυμνό μάτι, η φύση κατοικείται. Κέρατα από γαζέλες θα ξεπηδήσουν στον ορίζοντα. Μία μαμά αρκούδα με τα δυο μικρά της θα εμφανιστούν από μια σπηλιά. Σπάνια πλουμιστά πουλιά θα πετάξουν πάνω από το κεφάλι σου. Τρωκτικά θα βγουν από τις τρύπες τους και αγριόγατες θα τα κυνηγήσουν. Και, ναι, αν είσαι τυχερός, ίσως καταφέρεις να διακρίνεις τις καμουφλάζ βούλες της από τον καμβά των βράχων. Ισως δεις την Λεοπάρδαλη του Χιονιού.

Μαζί με τον Τεσόν και τον Μινιέ υπάρχει κι ένας τρίτος παρατηρητής: η κάμερα της (συν-σκηνοθέτιδας) Μαρί Αμιγκέ που τους ακολουθεί διακριτικά, με τον ίδιο ευλαβικό σεβασμό προς τη φύση και τους κανόνες του καρτεριού. Η Αμιγκέ όμως έχει διπλό ρόλο. Από την μία καταγράφει τους δύο άντρες, τις σκέψεις και τις συζητήσεις τους για το περιβάλλον, τους κανονικούς ρυθμούς του πλανήτη και τον σύγχρονο άνθρωπο που έχει ξεχάσει πώς να ζει. Από την άλλη όμως, κι αυτό είναι σπουδαιότερο, μάς δανείζει τους φακούς της, το προσωπικό της βλέμμα, για να ανακαλύψουμε κι εμείς τι βλέπουν οι εξερευνητές μπροστά τους και μαγεύονται.

Με λυρικό σκηνοθετικό βλέμμα, μαεστρική φωτογραφία και τις αιθέριες, υποβλητικές μελωδίες των Νικ Κέιβ και Γουόρεν Ελις στο ελεγειακό soundtrack, η φύση ζωντανεύει μπροστά μας σε όλο της το θριαμβευτικό μεγαλείο (δεν μπορούμε να το τονίσουμε αρκετά: απαραίτητο να δεις το ντοκιμαντέρ σε μεγάλη οθόνη). Είτε ανοίγοντας τα πλάνα της για να καταγράψει τις κορυφογραμμές, το βάθος του οροπεδίου, τον άνεμο, την σκέπη του ουρανού, τα σύννεφα, τη σκόνη που σηκώνουν οι αντιλόπες τρέχοντας, είτε κλείνοντας το φακό της, σαν προσεχτική αγκαλιά, γύρω από ένα μικροσκοπικό κοκκινολαίμη που θα ήταν αδύνατον να τον χαζέψουμε με γυμνό βλέμμα, η κινηματογράφηση της Αμιγκέ είναι το πραγματικό δώρο.

Κάπως έτσι, η περιπέτεια των δύο ανδρών σταματά να είναι κυριολεκτική. Γίνεται μία βαθιά πνευματική και υπαρξιακή εμπειρία, που επιχειρεί να επανασυνδέσει τον θεατή με την ενέργεια της φύσης. Να τον κάνει να σταματήσει να τρέχει (μέσα κι έξω του), να ρίξει τους μητροπολιτικούς ρυθμούς, να συντονίσει την ανάσα του με αυτή των παρατηρητών και να απολαύσει καθαρό αέρα. Να νιώσει κομμάτι του κύκλου της αλυσίδας που ενώνει όλα τα πλάσματα σε αυτό τον κόσμο.

Κι αν, στο τέλος, δει και την Λεοπάρδαλη του Χιονιού αυτό να είναι το MacGuffin.