H Πασιάνς Πορτφέ, είναι μία μεσήλικη χήρα, που φροντίζει τις δύο 20χρονες κόρες της, αλλά και την ιδιοσυγκρασιακή μητέρα της που πάσχει από άνοια και βρίσκεται σε γηροκομείο. Η αλγερινής καταγωγής Πασιάνς μιλάει άπταιστα αραβικά κι αυτό της επιτρέπει να εργάζεται ως μεταφράστρια της γαλλικής Δίωξης Ναρκωτικών: συνοδεύει τους αστυνομικούς στις ενέδρες και τις συλλήψεις τους, ώστε να μεταφράζει επί τόπου, ή κάθεται με τις ώρες στο κομπιούτερ της και απομαγνητοφωνεί στα γαλλικά τηλεφωνικές συνομιλίες των υπόπτων που παρακολουθούνται με κοριούς από τις αρχές. Κι όμως. Εκείνη μπορεί να επενδύει τόσο χρόνο μεταφράζοντας, αλλά αυτή η σκληρή δουλειά δεν μεταφράζεται και σε έναν καλό μισθό: έχει μείνει πίσω στις πληρωμές του γηροκομείου.

Η ζωή της θα αλλάξει ριζικά, όταν σε μια τηλεφωνική παρακολούθηση συνειδητοποιεί ότι το βαποράκι που μεταφράζει, ώστε οι αστυνομικοί να τον συλλάβουν μέσα στην επόμενη ώρα, είναι ο γιος της γλυκιάς νοσοκόμας που περιποιείται την μητέρα της. Αυθόρμητα σαμποτάρει την επιχείρηση: ειδοποιεί την μητέρα του κι ο νεαρός ξεφορτώνεται και κρύβει 1 1/2 τόνο χασίς. Αυτό δημιουργεί μεγάλη αναταραχή: οι Μαροκινοί βαρώνοι του κυκλώματος θέλουν το σταφ τους, ενώ ταυτόχρονα η αστυνομία πιέζει για να ανακαλύψει το εμπόρευμα και να επανορθώσει για το φιάσκο της αποτυχημένης ενέδρας. Η Πασιάνς βρίσκεται στην μέση, αλλά όχι για πολύ. Αρπάζει την ευκαιρία για να λύσει το δικό της οικονομικό πρόβλημα. Ανακαλύπτει η ίδια που είναι κρυμμένα τα ναρκωτικά, τα μεταφέρει σπίτι της και οργανώνει πώς θα τα διοχετεύσει στην πιάτσα: κατασκευάζοντας μία περσόνα, την «Νονά», μεταμφιέζοντας τον εαυτό της -με μεταξωτά χιντζάπ μαντήλια, γυαλιά Jackie O και κόκκινο κραγιόν- σε πλούσια και ισχυρή Αλγερινή έμπορο, που ήρθε στο Παρίσι με πρώτης ποιότητας πραμάτεια και την αξιοποιεί με τους όρους της. Θα τα καταφέρει;

Ο Ζαν Πολ Σαλομέ («Je Fais le Mort», «The Chameleon», «Girls with Guns») βασίζεται στο μυθιστόρημα της Aνελόρ Κερ («La Daronne», 2019) για να κατασκευάσει μία μαύρη κωμωδία, που ελίσσεται έξυπνα ανάμεσα στο θέατρο παραλόγου και την εύστοχη κοινωνικοπολιτική σάτιρα. Κανείς δεν μπορεί να πάρει το σενάριο (που συνυπογράφουν ο Σαλομέ, ο γιος του και η ίδια η Κερ) σοβαρά ή κυριολεκτικά: οι συμπτώσεις που επιτρέπουν στην Νονά να επιβιώνει της σύλληψης από τις αρχές ή της εκτέλεσης από τους μαφιόζους δεν ευσταθούν. Λογικά άλματα και καλή πίστη, επιτρέπουν στο θεατή να απολαύσει κάτι διασκεδαστικό, light και camp.

Ο Σαλομέ άλλωστε κρατά τον ρυθμό απολαυστικό και την αφήγηση στρωτή κι ευκολόπιοτη, ώστε όλο το βάρος να είναι στη σταρ του. Και σταρ δεν είναι μόνο η Ιζαμπέλ Ιπερ, η οποία παραδίδει αβίαστα μία σαγηνευτική, έξυπνη, αυτοσαρκαστική ερμηνεία. Σταρ είναι η ίδια η ηρωίδα, η Νονά, έτσι όπως την φορά η γαλλίδα πρωταγωνίστρια - ως φετίχ πανοπλία. Η μεσήλικη κουρασμένη Πασιάνς χάνει την υπομονή της (όπως είναι και η «μετάφραση» του ονόματός της στα γαλλικά) με το να είναι η εργατική, νομοταγής, καλή μάνα και κόρη και αλλάζει δέρμα. Με το που φοράει το μεταξωτό μαντήλι στα μαλλιά της, μεταμορφώνεται σε ντίβα, σε σταρ του Old Hollywood, σε δηλητηριώδη femme fatale που πρωταγωνιστεί στην ταινία της ζωής της. Κι αν αυτή η ταινία παραπατάει από το στιβαρό νουάρ που είχε στο μυαλό της στην μπουφόνικη γκάφα, είναι γιατί η ζωή έχει ανατροπές και... πλάκα.

Υπάρχουν και θέματα που η Κερ κι ο Σαλομέ θίγουν στα σοβαρά: το πώς οι μονογονικές οικογένειες στηρίζονται σε δυνατές μαμάδες (η εξίσου "μαφιόζα" Κινέζα διαχειρίστρια της πολυκατοικίας της Πασιάνς, είναι ένα ακόμα σύμβολο αυτής της ιδιότυπης χειραφέτησης) ή κατά πόσο οι μετανάστες των τελευταίων 50 χρόνων στο Παρίσι έχουν καταφέρει να πατήσουν στα πόδια τους νόμιμα ή όχι, για να επιβιώσουν.

Η Νονά όμως δεν θέλει ούτε να σε προβληματίσει, ούτε να σε ρίξει. Αντιθέτως, να σε φτιάξει θέλει, να σου κάνει κεφάλι. Κι αυτό είναι μία πρόταση που δεν μπορείς να αρνηθείς.