Ιταλία, 1600 μ.Χ. Ο Μικελάντζελο Μερίζι, γνωστότερος και ως Καραβάτζιο, είναι ένας ιδιοφυής καλλιτέχνης που επαναστατεί ενάντια στους αυστηρούς κανόνες της Συνόδου του Τρέντο. Oταν ο Καραβάτζιο καταδικαστεί σε θάνατο έπειτα από μια μονομαχία ερωτικής αντιζηλίας, ο Πάπας Παύλος Ε’ αναθέτει σε έναν μυστικό πράκτορα του Βατικανού να διεξάγει πλήρη έρευνα γύρω από τον εκκεντρικό καλλιτέχνη, έτσι ώστε να αποφασίσει αν θα του δώσει χάρη.

Ακόμα και αν δεν ξέρεις τίποτα από την κλασική ζωγραφική σίγουρα έχεις ακούσει και έχεις δει, τουλάχιστον, έναν πίνακα του Καραβάτζιο. Ενας από τους πρώτους μοντέρνους ζωγράφους, με ανυπολόγιστη επίδρασή στην ευρωπαϊκή ζωγραφική, υπήρξε πιο γνωστός ως ένας από τους πιο αιρετικούς καλλιτέχνες της περιόδου της Αναγέννησης, προκαλώντας αντιδράσεις στον χώρο της Καθολικής Εκκλησίας, κυρίως επειδή χρησιμοποιούσε πόρνες, κλέφτες και αστέγους σα μοντέλα για τους θρησκευτικούς του πίνακες.

Ο Μικέλε Πλασίντο ξεκινά και καταπιάνεται με την ιστορία του «αιρετικού» Καραβάτζιο ίσως από την πιο σημαντική στιγμή της, την αρχή του τέλους της. Ετσι και με αφορμή της πολυπόθητης χάρης, ξετυλίγεται μπροστά μας το κουβάρι της ζωής του με αναδρομές στα διάφορα γεγονότα που τον οδήγησαν μέχρι εκείνο το σημείο, με εύρημα-καταλύτη την περιβόητη «σκιά» με τον (διεκπεραιωτικό) Λουί Γκαρέλ στον ρόλο του μυστικού πράκτορα.

Ο Πλασίντο χρησιμοποιεί κάπως εύστοχα το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς στις διάφορες σκηνές (συνδυασμένη με την πραγματικά υπέροχη φωτογραφία του Μισέλ Ντ' Ατανάζιο) που επηρεάζουν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο την ζωή και κυρίως το έργο του Καραβάτζιο. Το σκοτάδι στο οποίο βυθίζεται συχνά ο ίδιος είναι, για αυτόν, η έμπνευση για να δημιουργήσει τα γεμάτα με πάθος έργα του και ο Πλασίντο το αναφέρει αυτό με κάθε ευκαιρία που βρίσκει, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τον Καραβάτζιο ως έναν ροκ σταρ της εποχής του, αγαπητό από πολλούς και μισητό από ακόμα περισσότερους, βουτηγμένο μέσα σε μια ανήθικη ζωή γεμάτη από γυναίκες αλλά και άντρες (αν και ο Πλασίντο κρατά μια πιο φειδωλή στάση απέναντι στο τελευταίο) εξυψώνοντας τον, ταυτόχρονα, ως την απόλυτη ιδιοφυΐα με ένα «ανεπανόρθωτο» ταλέντο.

Παρόλα αυτά όμως ο Πλασίντο αντιμετωπίζει την ιστορία του, και ταυτόχρονα την ζωή του Καραβάτζιο, ως μια σειρά από αυτοτελή επεισόδια, τα οποία πολλές φορές μοιάζουν σαν να έχουν χάσει την γοητεία και την βαρύτητα που θα είχαν αν ακολουθούσε μια αφήγηση με περισσότερη συνοχή. Ακόμα και το σενάριο όπου μιλάει για την ελευθερία της έκφρασης σε αντίθεση με την ακαμψία της τέχνης που επιβάλλει η Εκκλησία ειδικά σε ιερά θέματα, επαναλαμβάνεται περισσότερές φορές από όσο ίσως χρειάζεται.

Στο επίκεντρο όλων ο Ρικάρντο Σκαμάρτσιο πραγματικά είναι εκείνος που ξεχωρίζει στο ρόλο του καταραμένου και ταυτόχρονα χαρισματικού αυτού ζωγράφου και φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα στον ρόλο του, ζωγραφίζοντας και ο ίδιος το πορτρέτο του χαρακτήρα του με έντονες και αισθησιακές πινελιές αλλά και τονίζοντας εκεί που πρέπει τις μικρές και λεπτομερείς ατέλειές του.

Η «Σκιά του Καραβάτζιο» σίγουρα δεν είναι ένα έργο τέχνης, με την κλασική έννοια. Είναι μια καλή, αν και κάπως παραδοσιακή βιογραφική ταινία, η οποία τελικά μπορεί να μην σε κάνει να θες να γνωρίσει καλύτερα τον ίδιο τον καλλιτέχνη, αλλά ίσως να ανατρέξεις στα έργα του. Και αυτό ίσως είναι που την κάνει, τουλάχιστον, ενδιαφέρουσα.