O Λουί Ντεριέ είναι διάσημος Βέλγος πολιτικός. Τον ονομάζουν «το τρομερό παιδί» της πολιτικής, καθώς υπερασπίζεται με πάθος το δίκαιο των εργατών, αναστατώνοντας το status quo και χαράζοντας φιλόδοξη πορεία για το μέλλον του. Ομως ο Λουί είναι ένας άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις. Αρνείται να μάθει (ή μήπως ξέρει και απλώς αρνείται να μιλήσει;) φλαμανδικά, παρόλο που αυτό σημαίνει ότι αγνοεί επιδεικτικά ένα κομμάτι του πληθυσμού της χώρας και κομμάτι της εργατικής τάξης που τόσο ένθερμα υποστηρίζει. Στην προσωπική του ζωή επίσης, δεν είναι τόσο αθώος. Η ζήλεια του για τη Μαέβα, την όμορφη γυναίκα του που μοιάζει να μην έχει ξεπεράσει εντελώς τον πρώην της, τον έχει οδηγήσει σε εκρήξεις θυμού και στιγμές που έχει χάσει εντελώς τον έλεγχο του εαυτού του. Το ζευγάρι συχνά επισκέπτεται το μέρος που γνωρίστηκαν και κλείνει το ίδιο δωμάτιο ξενοδοχείου: το 108. Μετά από έναν ακόμα καυγά, η Μαέβα καταφεύγει εκεί. Ο Λουί ακολουθεί. Εντονος τσακωμός, πολύ αλκοόλ, παθιασμένο σεξ. Οταν ο Λουί ξυπνά μέσα στη νύχτα, βρίσκει την Μαέβα νεκρή στο μπάνιο με μια πλαστική σακούλα γύρω από το πρόσωπό της. Τη σκότωσε και δεν το θυμάται; Αυτοκτόνησε; Δε θα το μάθουμε ποτέ. Θα τον ακολουθήσουμε όμως σε όλα τα βήματα της ανάκρισης, σύλληψης, φυλάκισης. Θα δούμε τους εφιάλτες του και θα ακούσουμε τις συζητήσεις του. Θα γίνουμε ένορκοι στο κινηματογραφικό του δικαστήριο..

Γιατί αυτό θέλει ο Στεφάν Στρεκέρ, που έγραψε (εμπνευσμένος από ένα αληθινό γεγονός) και σκηνοθέτησε αυτό το βαθιά πολιτικό θρίλερ. Με την πρόφαση μίας προσωπικής τραγωδίας, ο Στρεκέρ παρουσιάζει όλο το φάσμα του κοινωνικού ρατσισμού, του σεξισμού, των λαϊκών δικαστηρίων των media, των προνομίων - ή και των ενοχών γιατί κάποιος γεννήθηκε με προνόμια ή λόγω θέσης απολαμβάνει ευνοιοκρατία. Ποιος είναι ο ένοχος; Ποιος το αποφασίζει και πόσο δίκαια είναι η δικαιοσύνη;

Πηγαίνοντας μπρος πίσω στο χρόνο, μπερδεύοντας τα γεγονότα και τους εφιάλτες του Λουί, την υποκειμενική μνήμη και την αλήθεια, ο Στρεκέρ θολώνει τις γραμμές μεταξύ πραγματικότητας και αντίληψης. Δεν είναι μόνο ο Λουί που ήταν τόσο πιωμένος που βαθιά μέσα του δεν γνωρίζει αν το έκανε ή όχι. Είμαστε κι εμείς. Είναι η τάση της ανθρώπινης φύσης να διαμορφώνει άποψη βιαστικά, παρορμητικά, με αποσπασματικά στοιχεία, φιλτράροντας μέσα από κοινωνικές προκαταλήψεις και προσωπικές μεροληψίες.

Μ' ένα πυκνογραμμένο σενάριο, ο Στρεκέρ τοποθετεί τον ήρωά του σε συζητήσεις με τη δικηγόρο του, τους συγκρατούμενούς του, το γιο του, οι οποίες ξεφλουδίζουν μία-μία τις επιδερμίδες της προκατάληψης - υπέρ ή εναντίον του. Είναι όμως οι ονειρικές σκηνές - τα flash back, οι ερινύες, η θλίψη, η προσωπική αγωνία του ήρωα να θυμηθεί τι συνέβη στο «Δωμάτιο 108», που οπλίζουν την κάμερα του Στρεκέρ να σταματά τη βερμπαλιστική φλυαρία και να επιτρέπει στην κινηματογραφική εικόνα να μιλήσει.

Ο Ζερεμί Ρενιέ κρατά όλη την ταινία στους ώμους του, με μία πολυεπίπεδη ερμηνεία. Ολο του το σώμα κουβαλά ένταση, πάθος, γλυκύτητα, ευγένεια, αγωνία, ενοχές, βασανισμό, πολιτισμό, βαρβαρότητα. Ολο του το πρόσωπο παραμένει ένα μουδιασμένο μυστήριο - σαν να φορά μάσκα ακόμα κι απέναντι στον προσωπικό του καθρέφτη. Αθώος ή ένοχος; «Ακόμα κι αν δεν έκανα τίποτα σ' εαυτό το δωμάτιο, δεν είμαι σίγουρος ότι είμαι αθώος» ομολογεί σε κάποια στιγμή.

Κάπως έτσι το προσωπικό θρίλερ μεταμορφώνεται σε κοινωνικό αποτύπωμα. Το whodune it δεν έχει καμία σημασία. Η ετυμηγορία δεν έχει τόση σημασία. Οσο το πώς επαληθεύεται ότι «ο τρόπος που κρίνουμε τους άλλους λέει πολλά περισσότερα για εμάς».