Eχουν περάσει τρία χρόνια αφότου το θεματικό πάρκο του Jurassic World καταστράφηκε από τους δεινοσαύρους που το έσκασαν από τα κλουβιά τους, σπέρνοντας τον τρόμο. Η νήσος Νούμπλαρ έχει τώρα εγκαταλειφθεί από τους ανθρώπους, ενώ οι εναπομείναντες δεινόσαυροι τρέφονται με ό,τι υπάρχει στη ζούγκλα. Oταν το ανενεργό ηφαίστειο του νησιού αρχίζει να ξυπνά, ο Oουεν και η Κλερ ηγούνται μιας προσπάθειας να διασώσουν τους εναπομείναντες δεινοσαύρους από το επερχόμενο καταστροφικό συμβάν. Ο Oουεν θέλει να βρει την Μπλε, την επικεφαλής ράπτορα, που ακόμα αγνοείται στην άγρια φύση, και η Κλερ έχοντας αποκτήσει σεβασμό για αυτά τα πλάσματα, βάζει σκοπό της ζωής της να τα σώσει. Φτάνοντας στο νησί κι ενώ η λάβα αρχίζει να ξεχύνεται, η σταυροφορία διάσωσης αποκαλύπτεται πως συνιστά μια συνωμοσία που απειλεί να οδηγήσει τον πλανήτη μας πίσω στους προϊστορικούς χρόνους.
Στην πραγματικότητα, εχουν περάσει τρία χρόνια αφότου ο Κόλιν Τρέβοροου έδωσε πραγματικό νόημα στην κακοποιήμένη έννοια του «reboot», δίνοντας νέα, και άκρως αναγκαία για την αγορά, πνοή στο επιτυχημένο franchise του «Jurassic Park». Κι έτσι τα τείχη του... πάρκου, που αναγκαστικά το περιόριζαν ασφυχτικά σε ένα μόνο μέρος, γκρεμίζονται οριστικά, για να μας καλωσορίσουν έτσι σε έναν τεράστιο καινούργιο... κόσμο, όπου όμως η ψυχή και ο ρομαντισμός των παλιών ταινιών του Στίβεν Σπίλμπεργκ συνεχίζουν να αποτελούν τα γερά θεμέλιά του.
Αυτή την φορά την σκυτάλη παίρνει ο Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα, του «Ορφανοτροφείου» και του «7 Λεπτά Μετά τα Μεσάνυχτα», για να συνεχίσει ακριβώς εκεί που σταμάτησε ο Τρέβοροου με την πρώτη ταινία (εδώ μόνο σε χρέη σεναριογράφου και παραγωγού), καλυτερεύοντας όμως το κινηματογραφικό σύμπαν σχεδόν σε όλους τους τομείς, και επεκτείνοντας το σε κάτι που μοιάζει να είναι περισσότερο επικό από ό,τι ίσως θα περίμενε κανείς. Ενώ η προηγούμενη ταινία επένδυε στους ανθρώπινους χαρακτήρες και στην χημεία που είχαν μεταξύ τους οι δύο πρωταγωνιστές, εδώ ο Μπαγιόνα αποφασίζει να εστιάσει για άλλη μια φορά την προσοχή του στους πραγματικούς ήρωες της ταινίας, τους δεινόσαυρους, οι οποίοι δεν παύουν, ακόμη και μετά από 25 χρόνια, να δείχνουν πραγματικά εντυπωσιακοί και να σου προκαλούν το ανάλογο δέος.
Ο Μπαγιόνα έχει αποδείξει πολλές φορές στο παρελθόν ότι είναι αρκετά δεξιοτέχνης όταν πρόκειται να παίξει με το φως και τις σκιές, και η ταινία αυτή δεν αποτελεί εξαίρεση. Από την πρώτη, πραγματικά εντυπωσιακή σεκάνς, μέχρι και την αγωνιώδη δράση του φινάλε, οι σκιές και οι φωτισμοί παίζουν τον δικό τους ρόλο στο όχι μόνο να μεταφέρουν το σασπένς, τον τρόμο, χωρίς όμως να κάνει την οποιαδήποτε έκπτωση στο συναίσθημα και στο δράμα (ποιος μπορεί να ξεχάσει εκείνη την σκηνή με τον βραχιόσαυρο που χάνεται μέσα σε τόνους από καπνό και λάβα στην άκρη ενός λιμανιού καθώς βρυχάται για να σωθεί;). Πολύτιμος βοηθός του σε αυτό είναι φυσικά και υπέροχη φωτογραφία του επί χρόνια συνεργάτη του, Οσκαρ Φάουρα, ο οποίος αξιοποιεί στο έπακρο κάθε μέσο που έχει στα χέρια του για να ολοκληρώσει ένα άκρως καλλιτεχνικό όραμα.
Οι σκηνές δράσεις είναι χορταστικές, το γοτθικό στοιχείο κυρίως από το δεύτερο μισό της ταινίας δεν λείπει κι εδώ οι αναφορές στο franchise συνεχίζουν να υπάρχουν άλλοτε σαφείς και άλλοτε πιο καλά κρυμμένες (ακόμα και σε αυτά τα περίφημα τακούνια της Μπράις Ντάλας Χάουαρντ από την προηγούμενη ταινία). Η ιστορία μέσα στην όποια σοβαροφάνειά της, δείχνει να είναι αρκετά πιο ανάλαφρη, και με περισσότερα ίσως κλισέ από πριν, οι δυο κεντρικοί ήρωες, ο αδιανόητα σέξι και πολυμήχανος Κρις Πρατ και η λιγότερο κωμική αυτή την φορά Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, συνεχίζουν να έχουν τρομερή χημεία σε κάθε σκηνή που βρίσκονται μαζί, ενώ οι υπόλοιποι χαρακτήρες ποτέ δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν τον χάρτινη υπόστασή τους. Ακόμα και η πολυδιαφημιζόμενη επιστροφή του Τζεφ Γκόλντμπλουμ είναι τόσο μικρή και χωρίς ιδιαίτερη ουσία που πραγματικά σε κάνει να αναρωτιέσαι ακόμη και για τη «συναισθηματική» της αξία.
Ακόμα και έτσι όμως το «Jurassic World: Το Βασίλειο Επεσε» συνεχίζει να διατηρεί την αυθεντικότητα αλλά και την καρδιά ενός πραγματικά εντυπωσιακού και άκρως διασκεδαστικού καλοκαιρινού blockbuster, που δυστυχώς ελάχιστες φορές πλέον μπορείς να πεις ότι βλέπεις στην μεγάλη οθόνη.