Η Δήμητρα Ζήρου, με μαθητεία κοντά στον σπουδαίο Ζαν Ρους, ξεκίνησε να κινηματογραφεί την αρκτική Νορβηγική τούντρα, τη γη των Σάμι, με μια αναλογική φωτογραφική μηχανή το 1998.

Εκτοτε, ταξίδεψε εκεί αρκετές φορές και σε διαφορετικές εποχές του χρόνου, όπως αναφέρει η ίδια, γνωρίζοντας περισσότερο τους ανθρώπους αυτούς αλλά και το αρκτικό τοπίο.

Πριν δέκα χρόνια περίπου συνάντησε την Σάρα, την 87χρονη τότε μια εκ των δύο πρωταγωνιστών της ταινίας, μια ηλικιωμένη γυναίκα που είχε ζήσει όλη της ζωή σε αυτή τη γη και ήθελε με κάθε τρόπο να μεταφέρει τις εμπειρίες της και τη γνώση που είχε αποκομίσει στις επόμενες γενιές.

Λίγα χρόνια μετά θα γνώριζε και τον 5χρονο τότε Μίκα, ένα απόλυτα σύγχρονο παιδί που μοίραζε την καθημερινότητα του ανάμεσα στη νέα τεχνολογία των τάμπλετ και των smartphones και στην εκμάθηση των παραδόσεων της φυλής του, η τελευταία μια διαδικασία στα όρια μιας «βίαιης» ενηλικίωσης, ελεγχόμενης ωστόσο στην ολότητά της από την οικογένειά του.

Οι δύο αυτοί, διαμετρικά αντίθετοι, αλλά τελικά τόσο όμοιοι ήρωες είναι οι πρωταγωνιστές του «Στη Χώρα του Πάγου και τη Φωτιάς», ενός ντοκιμαντέρ παρατήρησης που καταφέρνει να ανιχνεύσει όχι μόνο μια άγνωστη στους πολλούς παράδοση μιας φυλής που μόλις πρόσφατα απέκτησε τη δειλή φωνή της στο σινεμά, αλλά και να λειτουργήσει ως ηχείο μιας οικολογικής κραυγής, με την κατάδειξη της άρρηκτης σύνδεσης της ζωής των Σάμι με τα στοιχεία της Φύσης.

Χωρίς επιτήδευση, με οδηγούς τους δύο χαρισματικούς πρωταγωνιστές της, επίμονα γυρίσματα που αναδεικνύουν το ιδιαίτερο ενός κύκλου της ζωής που μπαινοβγαίνει στο φως και το σκοτάδι, τη φωτιά και τον πάγο και ένα διάφανο φίλτρο φιλοσοφικής εξερεύνησης μιας μεγαλύτερης αλήθειας για το σύμπαν, τη ζωή και το θάνατο, το ντοκιμαντέρ της Δήμητρας Ζήρου λειτουργεί ταυτόχρονα σαν εμπειρία και αφύπνιση.

Εμπειρία γιατί ανοίγει το βλέμμα όχι μόνο σε μια «εξωτική» τοποθεσία, αλλά σε έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής που μπορεί να συνδυάζει ετερόκλητα στοιχεία όπως την τεχνολογία με τη φύση και τη θρησκεία με την σκληρή λογική της επιβίωσης. Και αφύπνιση, γιατί το παράδειγμα των Σάμι επιστρέφει τη συζήτηση της ανθρώπινης φύσης στα βασικά: εκεί όπου οφείλουμε να επιστρέφουμε κάθε φορά που η ανθρωπότητα νιώθει ότι χάνει τον προσανατολισμό της.

Οι σκηνές με το Βόρειο Σέλας (κινηματογραφημένο όσο μπορεί μια μηχανή φτιαγμένη από άνθρωπο να «συλλάβει» κάτι τόσο «απόκοσμο») παραμένουν ενδεικτικές για το μαγικό άγγιγμα μιας ταινίας που, εθνογραφικά (αλλά και μη), μιλάει για κάτι μεγαλύτερο κι από όλα τα παραπάνω: το τίμημα του διαφορετικού, το βίαιο άγγιγμα του «πολιτισμένου» κόσμου πάνω στους αυτόχθονες αυτού του κόσμου, τη σημασία της εναλλακτικής ζωής που όλοι αναζητούμε, αλλά επιλέγουμε να αντιμετωπίζουμε, αντί ως θέμα επιβίωσης, ως θέμα «τεκμηρίωσης».