Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, η Νελ και η Εύα, δύο τελείως διαφορετικές κοπέλες, ζουν μαζί με τον πατέρα τους σε ένα όμορφο σπίτι στο βουνό. Ξαφνικά, μία μέρα, το ρεύμα κόβεται, χωρίς κανείς να γνωρίζει το γιατί. Χωρίς ηλεκτρικό, βενζίνη και κανενός είδους ενέργεια, οι δύο αδελφές ακούν εκατοντάδες θεωρίες στο ράδιο. Τρομοκρατική επίθεση; Φονικός ιός; Μετά από λίγο, το ράδιο σταματά κι αυτό. Απόλυτη σιωπή. Eχοντας χάσει κάθε αίσθηση ασφάλειας, και με αντίπαλο την πείνα και την αβεβαιότητα, οι δύο αδελφές θα πρέπει να συνεργαστούν για να καταφέρουν να επιβιώσουν σε αυτή την κατάσταση. Μοναδικό τους όπλο, οι μνήμες της χαρούμενης οικογένειας που ήταν κάποτε.
To πιο ενδιαφέρον με το φιλμ της Πατρίσια Ρόζεμα, η οποία στην πραγματικότητα έχει να παινευτεί στην καριέρα της σχεδόν μόνο για την ωραιότατη διασκευή του «Mansfield Park» πίσω στο 1999, είναι ότι καταφέρνει τελικά να γίνει η ταινία που φιλοδοξεί, μόνο για το μεσαίο μέρος της, μετά από έναν μάλλον θολό πρόλογο και έναν μάλλον απογοητευτικό επίλογο.
Στη μεγάλη παράδοση των δυστοπικών ταινιών που μιλούν (χωρίς να το λένε) για το τέλος του κόσμου και συνήθως είναι και τρομακτικές και ποιητικές την ίδια ακριβώς στιγμή, το «Στην Καρδιά του Δάσους» μπερδεύει στην αρχή, όταν συστήνει αυτήν την παράδοξη τριμελή οικογένεια, όπου μπαμπάς και οι δύο κόρες μοιάζουν να μην έχουν το ίδιο αίμα. Φταίει και η σκηνοθετική οδηγία που θέλει τις δύο αδελφές (τις υποδύονται η Ελεν Πέιτζ και η Ιβαν Ρέιτσελ Γουντ, κάπως αγχωμένες) να διαφέρουν τόσο διαμετρικά μεταξύ τους, έτσι ώστε αργότερα, στο πετυχημένο μέσο της ταινίας που αναφέραμε, να γίνει εμφανής ο σύνδεσμος που αναπτύσσουν προκειμένου να επιβιώσουν.
Στην πραγματικότητα οι δύο κατά τ’άλλα υπέροχες ηθοποιοί δεν ταιριάζουν ούτε στη συνέχεια, αλλά με την εμπειρία τους καταφέρνουν να δώσουν το νόημα μιας δυναμικής μελαγχολίας που θα γίνει πείσμα και θα τις βρει σαν γροθιά να επιτίθενται σε κάθε εξωτερική απειλή, είτε αυτή προέρχεται από άνθρωπο είτε από ζώο, είτε από το διπλό τραύμα της απώλειας που φέρουν.
Απομονωμένες σε ένα γυάλινο σπίτι μέσα στο δάσος, η Νελ και η Εύα μαθαίνουν να ζουν για πρώτη φορά χρησιμοποιώντας τα χέρια τους (και το μυαλό τους;) και ακολουθώντας το νωχελικό ρυθμό του ελεγειακού soundtrack του Μαξ Ρίχτερ ίπτανται μιας καταστροφής, πριν γίνουν μάρτυρες και θύματα μιας πρωτοφανούς αγριότητας – τόσο off screen που τελικά μοιάζει να μην έχει και νόημα.
Το ζητούμενο στο «Στην Καρδιά του Δάσους» δεν είναι σίγουρα ο ρεαλισμός, αλλά η ατμόσφαιρα που γιγαντώνεται σε έναν εφιάλτη που θα ήθελε να είναι ένα μανιφέστο χειραφέτησης ή – ποιος ξέρει; - ένα «it gets better» δράμα για κάθε κορίτσι που αποφάσισε να πάρει τη ζωή στα χέρια του και να εκδικηθεί τον κόσμο για κάθε αδικία, κάθε πληγή, κάθε μικρό ή μεγάλο θάνατο του είχε φυλαγμένο.
Χωρίς, όμως, πραγματικό κέντρο βάρους, αποπροσανατολισμένο ως προς το ποιο είναι το ζητούμενο όταν ο κόσμος τελειώνει και εσύ νιώθεις πως είσαι ακόμη στην αρχή, με καταχρηστικά υποβλητική ατμόσφαιρα που ακυρώνει την όποια ποίηση και ένα φινάλε που πραγματικά δεν ξέρεις πως ακριβώς να το αντιμετωπίσεις – ως ανοσιούργημα ή ως μια πραγματικά μεγαλειώδη ιδέα, είναι πολύ λίγα αυτά που τελικά μένουν για να κάνουν το «Στην Καρδιά του Δάσους» ένα φιλμ που μπορεί να σταθεί στα πόδια του μόνο με ένα ατμοσφαιρικό μεσαίο μέρος και πραγματικά τίποτα πριν ή μετά από αυτό.