Η Δάφνη, μια μυστηριώδης γυναίκα, έχει επιλέξει να ζει απομονωμένη, ως προσωπική κάθαρση και αυτοτιμωρία, στο ιερό νησί της Πάτμου. Δύο εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους άντρες, ο Θεόντορικ και ο Εστέμπαν, θα βρεθούν στο νησί αναζητώντας τις δικές τους απαντήσεις στα θέματα που τους απασχολούν: Ο πρώτος, ιερέας, αναζητά σπάνια χειρόγραφα στο μοναστήρι του νησιού. Ο δεύτερος οδηγείται εκεί αναζητώντας καλά κρυμμένα οικογενειακά μυστικά. Όταν τα μονοπάτια των δύο αντρών διασταυρώνονται τυχαία με της Δάφνης, ξυπνούν πρωτόγνωρα και ανεξέλεγκτα συναισθήματα, οδηγώντας σε ακόμα μεγαλύτερες αλήθειες από εκείνες που προσδοκούσαν να βρουν.

Είναι κάτι παραπάνω από φανερή η προσπάθεια της Αντζελας Ισμαήλου (που γράφει, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στο μυθοπλαστικό ντεμπούτο της) να γοητεύσει το θεατή με ένα βασανισμένο ρομάντζο που εκτυλίσσεται με φόντο το νησί της Πάτμου και ταυτόχρονα να τον παρασύρει σε ένα υπαρξιακό ταξίδι με προορισμό την αναζήτηση της πραγματικής σημασίας εννοιών όπως η πίστη, η λύτρωση, η τιμωρία, η αγάπη.

Το κάνει με όλους τους λάθος τρόπους και με μια πληθωρικότητα που πνίγει μέσα της κάθε καλή πρόθεση και «υλικά» (από το διεθνές καστ που δεν συντονίζεται ποτέ μέχρι το φυσικό σκηνικό της Πάτμου που λειτουργεί μόνο φωτογενώς και ουδόλως όσο πνευματικά αντηχεί στην πραγματικότητα) που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να στηρίξουν ένα μελόδραμα αξιώσεων και μια υποβλητική ατμόσφαιρα - αυτή που τώρα μοιάζει επιτηδευμένη, ψεύτικη και δυσβάσταχτα πομπώδης.

Η «Πόλη της Σιωπής» είναι υπερβολικά γραμμένη σαν να διαβάζεις ένα πολυσέλιδο μυθιστορήμα (κάτι ανάμεσα σε τουλάχιστον τρία βιβλία του Νταν Μπράουν και το «Ονομα του Ρόδου») που έχει συνεχώς υποσημειώσεις σε κείμενα, συγγραφείς και αποφθέγματα. Από κάποια στιγμή και μετά είναι αδύνατον να ευθυγραμμιστείς με τον ακατανόητο πόνο της πρωταγωνίστριας, με τις αποκαλύψεις που νιώθεις πως πλησιάζουν αλλά καθυστερούν μέσα σε ένα λαβύρινθο απαγγελίας που όσο κι αν φιλοδοξεί να ανυψώσει το όλο εγχείρημα σε μια «ποιητική» καταλήγει πιο ψεύτικο και από την εκφορά του λόγου των περισσότερων ηθοποιών.

Η «Πόλη της Σιωπής» όμως, είναι και υπερβολικά σκηνοθετημένη, με πλάνα (και πολλά τράβελινγκ - όχι ακριβώς σήμα καταταθέν του Σίμου Σαρκετζή) που εξυπηρετούν μόνο τον εντυπωσιασμό, υπερβολικά φωτισμένη, υπερβολικά ερμηνευμένη - σε ένα ανοικονόμητο σύνολο που συνθλίβεται κάτω από τον στόμφο με τον οποίο απαγγέλονται οι εντελώς ψεύτικοι διάλογοι, το τέλειο grooming μοναχών και μη και την παρουσία της ίδιας της Ισμαήλου σε μια τόσο δραματική ερμηνεία που χάνει κάθε ίχνος από την όποια αλήθεια της.

Με την υποβλητική μουσική να δίνει τον τόνο μιας ισοπεδωτικής επιτήδευσης και την επί τούτου αποστασιοποίηση να μετατρέπει μαθηματικά κάθε σκηνή σε αθέλητη πόζα για κάποια illustration φωτογράφηση, είναι σαφές ότι το μήνυμα «η Απόκαλυψη είναι οι άλλοι» πρέπει να ειπωθεί δυνατά, αλλά μετά από λίγη μόνο ώρα μέσα στον κόσμο της «Πόλης της Σιωπής» θα ευχόσουν να επικρατούσε απόλυτη σιωπή.