«Η σεληνιακή χρονιά έρχεται κάθε εφτά χρόνια. Αυτοί που οι ζωές τους κυριαρχούνται από τα συναισθήματά τους υποφέρουν βάναυσα κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας χρονιάς. Το ίδιο ισχύει και για τις χρονιές με τα 13 φεγγάρια, αν και σε μικρότερο βαθμό. Όταν όμως αυτές οι δύο χρονιές συμπέσουν, το αποτέλεσμα είναι μια προσωπική καταστροφή.»
Το 1978 ήταν μια τέτοια σημαδιακή χρονιά. To 2020 είναι επίσης. Κι αν φέτος ο πλανήτης ζει μια συλλογική καταστροφή εξαιτίας του κορονοϊού, το 1978 ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, στο αποκορύφωμα της παροξυσμικής προσωπικής και δημιουργικής του πορείας, έζησε την μεγαλύτερη από τις πολλές τραγωδίες που σημάδεψαν μια ζωή άρρηκτα συνυφασμένη με την τέχνη, σε βαθμό που και οι δύο εξερράγησαν και απογειώθηκαν με την εκκωφαντική δύναμη ενός κρότου. Ή μιας κραυγής.
«Η Χρονιά με τα 13 Φεγγάρια» είναι η πιο προσωπική ταινία του Φασμπίντερ, η πιο σκοτεινή, η πιο απελπισμένη. Όχι μόνο γιατί ο ίδιος εκτέλεσε χρέη σκηνοθέτη, σεναριογράφου, παραγωγού, σκηνογράφου, μοντέρ, διευθυντή φωτογραφίας (ακόμα και ηθοποιού σε ένα μικρό πέρασμα). Αλλά γιατί σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξορκίσει, όπως πάντα, τους πιο προσωπικούς του δαίμονες, μετουσιώνοντάς τους σε δημιουργία, η ταινία προέκυψε από την βαθύτερη ανάγκη του να αναζητήσει την εξιλέωση για την αυτοκτονία, μόλις λίγους μήνες πριν, του επί τρία χρόνια εραστή του, Άρμιν Μάιερ, ο οποίος αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του μέσα στο διαμέρισμα του Φασμπίντερ, όταν εκείνος του ανακοίνωσε το χωρισμό τους. Κι όπως η εισαγωγή δυσοίωνα προμηνύει, αυτή η απόπειρα είναι μια a priori χαμένη υπόθεση.
Σε μια γκρίζα και μουντή Φρανκφούρτη, στις όχθες του ποταμού Μάιν, εκεί όπου ο ήλιος δεν έχει θέση παρά το γεγονός ότι είναι 24 Ιουλίου του 1978, η Ελβίρα Βάισχάουπτ ζει τη δική της κατακόρυφη πτώση προς τον αφανισμό μέχρι τις 28 του επόμενου μήνα. Ξένη μέσα στο ίδιο της το σώμα, μετά από μια εγχείρηση αλλαγής φύλου στην Καζαμπλάνκα, η Ελβίρα, πρώην Έργουιν, ξυλοκοπείται άγρια κατά τη διάρκεια ενός ψωνιστηριού, όταν, παρά την ανδρική της αμφίεση, ο ευκαιριακός εραστής της ανακαλύπτει την αλήθεια που κρύβεται ανάμεσα στα πόδια της.
Αυτή θα είναι μόνο η αρχή. Μετά την επιστροφή της στο διαμέρισμά της ο σύντροφός της θα την εγκαταλείψει, αφού πρώτα την κακοποιήσει λεκτικά και σωματικά, εκφράζοντάς της την αηδία του για το πώς έχει καταντήσει από το ποτό και τις καταχρήσεις. Στην προσπάθειά της να αποτρέψει τη φυγή του, η Ελβίρα θα τραυματιστεί στο δρόμο και τότε θα τη βοηθήσει η Ζόρα, μια πόρνη που μένει στη γειτονιά της. Μαζί θα ξεκινήσουν μια κατάδυση στο παρελθόν της Ελβίρας: στο σφαγείο που εκείνη ως νεαρός άνδρας δούλευε κι ερωτεύτηκε τον άνδρα για τον οποίο αποφάσισε να αλλάξει τα πάντα, στο μοναστήρι που μεγάλωσε ως ορφανό της ναζιστικής θηριωδίας, στο σπίτι που έμενε με τη γυναίκα και την κόρη του, οι οποίες ακόμα τον αγαπούν, αλλά αδυνατούν να τον καταλάβουν, στο γραφείο του μεγάλου έρωτα της ζωής της, που πλέον έχει ισχυρός επιχειρηματίας. Κάθε απόπειρα της Ελβίρας, όμως, να πιαστεί από κάπου καταλήγει στο κενό, όπου το μόνο που αντηχεί είναι το πόσο καταδικασμένη στη μοναξιά είναι.
Λάτρης του camp και του μελοδράματος και περήφανος μαθητής του master του είδους Ντάγκλας Σιρκ, ο Φασμπίντερ μετατρέπει την Ελβίρα/Έργουιν στην αρχετυπική του ηρωίδα, στήνοντας ένα ακραίο και οριακά φορμαλιστικό σύμπαν, όπου τα πάντα καταδεικνύουν την τραγική μοναδικότητα ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να κατοικήσει μέσα στο ίδιο του το σώμα, διχασμένο ανάμεσα σε δύο φύλα, πόσο μάλλον σε έναν περίγυρο τόσο εχθρικό απέναντί του. Η κατακερματισμένη ταυτότητα της Ελβίρα δεν βρίσκει πουθενά το πλήρες της είδωλο, ούτε καν στους καθρέφτες του ίδιου της του σπιτιού. Σε μια ουράνια γεωμετρία στην οποία, όλοι κινούνται δορυφορικά ως προς εκείνη, η Ελβίρα/Έντγουιν περιφέρεται ως ένας μοναχικός πλανήτης μέσα σε μια πραγματικότητα με την οποία δεν μπορεί να συντονιστεί.
Αυτό γίνεται ακόμα πιο έκδηλο στις δύο πιο συγκλονιστικές σεκάνς της ταινίας. Στην πρώτη, η Ελβίρα αναπολεί και αφηγείται τις μέρες που ως άνδρας δούλευε εκεί, όταν παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια, αποφάσισε όμως να τα τινάξει όλα στον αέρα. Η κάμερα φεύγει από το πρόσωπο και τη μορφή της και περιφέρεται μέσα στους χώρους του σφαγείου, εκεί όπου τα βοοειδή θανατώνονται, σφαγιάζονται και τεμαχίζονται. Το οπτικό και το ηχητικό σοκ αλληλοσυγκρούοονται και αλληλοσυμπληρώνονται σε τέτοιο βαθμό, ώσπου γίνονται στο τέλος το ένα αντικατοπτρισμός του άλλου, κάτι περισσότερο από ένας απλός συμβολισμός, μια υπαρξιακή συνθήκη. Στη δεύτερη, η ηγουμένη της μονής, την οποία υποδύεται η ίδια η μητέρα του Φασμπίντερ (η οποία σημειωτέον είχε ανακαλύψει το πτώμα του Άρμιν Μάιερ), αποκαλύπτει τα δεινά του μικρού Έργουιν, όμως και πάλι η κάμερα μετατοπίζεται και ακολουθεί την ηγουμένη στην κυκλική της πορεία για να καταλήξει σε μια λιπόθυμη, κυριολεκτικά και μεταφορικά συντετριμμένη Ελβίρα.
Μέσα σε έναν ερεβώδη κόσμο όπου κάθε σκιά και κάθε αντικείμενο αποκτούν τη δική τους ψυχαναλυτική υπόσταση και με έναν πλούτο οπτικών λεπτομερειών που διαπλέκουν τις προσωπικές αναφορές του Φασμπίντερ με ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές διασυνδέσεις με το παρελθόν και το παρόν της χώρας του, η μορφή της Ελβίρας αποκτά σχεδόν μεσσιανικές διαστάσεις σε μια θεολογία της ενοχής και του πόνου, έναν danse macabre του οικονομικού θαύματος της μεταπολεμικής Γερμανίας, στην οποία άτομα σαν την Ελβίρα εξοστρακίζονται γιατί δεν έχουν εκ των πραγμάτων θέση. Κι αν το τέλος της ιστορίας είναι νομοτελειακό και προδιαγεγραμμένο και η ζωή του Φασμπίντερ απέδειξε τελικά ότι «κάθε άνθρωπος σκοτώνει αυτό που αγαπά», ταινίες σαν τη «Χρονιά με τα 13 Φεγγάρια» θα θυμίζουν ότι ο πραγματικός σου εαυτός είναι το μόνο για το οποίο αξίζει να παλέψεις. Ακόμα κι αν δεν μπορείς να τον βρεις. Ακόμα κι αν χάσεις.
Δείτε τον Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ να αναλύει τη «Χρονιά με τα 13 Φεγγάρια» καθώς είναι μία από τις αγαπημένες του ταινίες: