Ο Ντίξον Στιλ είναι ένας ταλαντούχος, διάσημος κάποτε, αξιοσέβαστος μεν αλλά ανεπιθύμητος πια, ασύμβατος με τον τρόπο που δουλεύει το σύστημα, σεναριογράφος του Χόλιγουντ που θέλει να γράφει μόνο για ό,τι του αρέσει με ιδιαίτερη απέχθεια στα φτηνά ρομάντζα που προέρχονται από δημοφιλή best-sellers και που είναι συνήθως αυτά που πλέον ζητάει πλέον η βιομηχανία. Είναι αντικοινωνικός, μοναχικός, ιδιότροπος, δύσκολος και γνωστός για τις εκρήξεις βίας που στο παρελθόν τον έχουν μπλέξει περισσότερες από μια φορές με την αστυνομία. Τώρα είναι ο βασικός ύποπτος για το φόνο μιας νεαρής κοπέλας που κάλεσε στο σπίτι του για να του αφηγηθεί ένα βιβλίο που ο απελπισμένος ατζέντης του ζήτησε επανειλλημένα να διαβάσει πριν αρνηθεί να το κάνει σενάριο. Το βίαιο παρελθόν του αλλά και η γενικότερα κυνική του διάθεση απέναντι στο έγκλημα δεν του δίνουν ελαφρυντικά κι έτσι κανείς δεν πιστεύει ότι μπορεί να είναι αθώος, όπως υποστηρίζει.
Η Λόρελ Γκρέι είναι μια όμορφη, νεαρή ηθοποιός που η προσπάθεια της να πετύχει στο Χόλιγουντ την οδήγησε μέχρι μερικούς μικρούς ρόλους σε ξεχασμένα b-movies και από εκεί στην αγκαλιά ενός μεγαλομεσίτη στην Καλιφόρνια, μια ιστορία που προσπαθεί να αφήσει πίσω της, αλλάζοντας διαμέρισμα και ζωή. Είναι ανεξάρτητη, μοναχική, φοβισμένη απέναντι στους ανθρώπους, αλλά ατρόμητη απέναντι στις προκλήσεις που χειρίζεται με ειλικρίνεια και ευφυία. Οι διαδρομές της ζωής θα την αφήσουν ως ένα όνομα που κάποτε καταχωρήθηκε στους καταλόγους των casting agents αλλά θα τη φέρουν να γίνει έκτος από γειτόνισσα του και το κύριο άλλοθι του Ντίξον Στιλ, αφού το μοιραίο βράδυ του φόνου τον είδε από το απέναντι παράθυρο να χαιρετά την κοπέλα που αργότερα δολοφονήθηκε και η κατάθεση της στο αστυνομικό τμήμα είναι η μόνη ατράνταχτη αμφιβολία στη σίγουρη, για όλους, ενοχή του.
Αυτός είναι ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, στον ίσως σημαντικότερο ρόλο της ζωής και της καριέρας του. Ακόμη κι αν η Λουίζ Μπρουκς δεν επιβεβαίωνε στο «Humphrey and Bogey» πως ο Ντίξον Στιλ ήταν κατ’εικόνα και ομοίωση ο Μπόγκαρτ που γνώριζε, ένας μοναχικός, απομονωμένος από τον κόσμο, αλκοολικός, απροσάρμοστος τύπος που λάτρευε το ζαμπόν με τα αυγά και με τρομακτικές εκρήξεις βίας που θα επιβεβαίωνε αργότερα και η συζυγός του, Λόρεν Μπακόλ, το νιώθεις πως ο 51 ετών τότε Μπόγκαρτ νιώθει ο εαυτός του μέσα στο φαρδύ, όπως όριζε η μόδα της εποχής, κοστούμι του ήρωά του. Αλλωστε η ταινία υπήρξε μια από τις λίγες που ανέλαβε η εταιρία παραγωγής Santana, που έφτιαξε ο ίδιος προκειμένου να παίζει επιτέλους «αληθινούς» ήρωες. Αντιπαθητικός και συμπαθής μαζί, ένας εν δυνάμει δολοφόνος που πριν από όλους καταδικάζει ο ίδιος τον εαυτό του για τα «εγκλήματα» του, ένα παιδί που θέλει να αγαπηθεί και να νιώσει ασφάλεια χωρίς να έχει μάθει το αντίτιμο για τόση ευτυχία, ο Ντίξον Στιλ είναι ένας ήρωας σαν από δικό του σενάριο: καταραμένος, καταδικασμένος, κατακερματισμένος σε μικρές ή μεγαλύτερες αριστοτεχνικά γραμμένες σκηνές που όλες μαζί συμπληρώνουν το πορτρέτο ενός ήρωα μυθικού και την ίδια στιγμή τόσο αληθινού που ο τρόπος με τον οποίο ξεγυμνώνεται μπροστά σου μοιάζει ακόμη και σήμερα (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ανατριχιαστικός.
Αυτή είναι η Γκλόρια Γκρέιαμ, στον ίσως σημαντικότερο ρόλο της ζωής και της καριέρας της, καθώς με την αφοπλιστική υποκριτική της δύναμη (έκδηλη σε ένα προς ένα τα αριστουργήματα τα οποία έχει σημαδέψει με τις ερμηνείες της - από το «Crossfire» μέχρι το «The Bad and the Beautiful» και το «The Big Heat»), σχεδόν από το πουθενά βρίσκει τον κενό χώρο ανάμεσα σε μια femme fatale και ένα θύμα για να δημιουργήσει το πορτρέτο μιας γυναίκας που όσο προσπαθεί να υποκριθεί την ανεξαρτησία της τόσο αποκαλύπεται πόσο δέσμια είναι των δικών της ματαιωμένων φιλοδοξιών και τραυμάτων. Ενα κορίτσι που θέλει να πιστέψει ότι βρήκε την αγάπη, μια ερωμένη που είναι έτοιμη να θυσιάσει τα πάντα για να γίνει η θεραπεία και έμπνευση ενός άνδρα, χάνοντας το μέτρο, παγιδευμένη ανάμεσα στη νομοτέλεια των πραγμάτων και την επιθυμία της για μια και μοναδική φορά όλα να είναι διαφορετικά. Η χαρακτηριστική κίνηση των φρυδιών της που συνοδεύει την Γκλόρια Γκρέιαμ διαχρονικά στα λεξικά της ιστορίας του σινεμά, είναι εδώ πιο πολύ από ποτέ η επιθυμία μιας γυναίκας που εγκλωβισμένη μέσα σε μια σχέση θέλει να ουρλιάξει, να αποδράσει, την ίδια στιγμή που θέλει να μείνει κολλημμένη στην αγκαλιά του άνδρα που αγαπάει.
Η συνάντηση αυτού και αυτής μέσα στο μελαγχολικό, διαρκώς πεινασμένο για ειλικρίνεια και συγχώρεση, σύμπαν του Νικόλας Ρεί θα είναι κοσμογονική.
Το «Σε Εναν Ερημο Τόπο» δεν είναι μόνο ο πρόλογος για τη μετέπειτα μεγάλη βιβλιοθήκη της φιλμογραφίας του Νίκολας Ρέι, που θα σημαδευόταν ανεξίτηλα από «bigger than life» ήρωες εγκλωβισμένους μέσα σε κοινωνικές ταυτότητες και προσωπικά αδιέξοδα («Επαναστάτης Χωρίς Αιτία»), από βίαιους άντρες που αντιλαμβάνονται την παθογένειά τους όταν πλέον στρέφουν το πιστόλι στον εαυτό τους («On Dangerous Ground»), από γυναίκες που επιβάλλονται με κομμένη ανάσα πάνω σε μια πατριαρχική, τοξική κοινωνία χάνοντας σχεδόν πάντα τη μάχη αλλά κερδίζοντας τον πόλεμο («Johnny Guitar»).
Το «Σε Eναν Έρημο Τόπο» δεν είναι μόνο το ανατριχιαστικά πικρό σχόλιο του Ρεί για την ίδια τη βιομηχανία, εδώ ενσαρκωμένο από έναν απροσάρμοστο ήρωα που του μοιάζει τρομερά στον τρόπο που αντιδρoύσε κι ο ίδιος στην ομογενοποίηση και στο κλισέ ενός σινεμά που καθώς έκοβε τον ομφάλιο λώρο με τη χρυσή εποχή του κινδύνευε να χάσει την αυθεντικότητα του. Το ίδιο το σενάριο του «In A Lonely Place», γραμμένο αρχικά ως πιστή διασκευή του ομότιτλου βιβλίου της Ντόροθι Μπ. Χιους, ξαναγράφτηκε από τον Αντριου Π. Σολτ κρατώντας μόνο μερικά από τα στοιχεία του βιβλίου, ακριβώς δηλαδή ότι κάνει ο Ντίξον Στιλ στο φιλμ, αναλαμβάνοντας μια πιστή διασκευή ενός best-seller που στο τέλος δεν μοιάζει ούτε στο ελάχιστο με τη φτηνή του πρωτότυπη πηγή.
Το «Σε Εναν Ερημο Τόπο» δεν είναι μόνο η πεμπτουσία της φιλοσοφίας του Νικόλας Ρεί για το σινεμά. Σε μια από τις κλασικές στιγμές της ταινίας, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ προσπαθεί να καθαρίσει ένα γκρέιπφρουτ καθώς η Γκλόρια Γκρέιαμ έχει μόλις ξυπνήσει και τον κοιτάζει από την άλλη άκρη της κουζίνας. Του αναφέρει πως της άρεσε πολύ η ερωτική σκηνή στο σενάριο που αυτός γράφει και αυτή δακτυλογραφεί.
«Σου άρεσε γιατί δεν λένε συνέχεια ο ένας στον άλλον πόσο πολύ αγαπιούνται. Μια καλή ερωτική σκηνή πρέπει να μιλάει για κάτι άλλο εκτός από τον έρωτα. Για παράδειγμα, γι’ αυτό εδώ. Εγώ να φτιάχνω το γκρέιπφρουτ. Εσύ να κάθεσαι εκεί αγουροξυπνημένη. Οποίος και να μας έβλεπε θα μπορούσε να καταλάβει ότι είμαστε ερωτευμένοι.»
Το «Σε Εναν Ερημο Τόπο» είναι πριν και μετά απ’ όλα, ακριβώς αυτό. Μια εμβληματική ταινία για τον έρωτα που μιλάει για κάτι άλλο εκτός από τον έρωτα, ένα whodunit για ένα φόνο που μπροστά στα έκπληκτα μάτια σου μεταλλάσσεται σε ένα whodunit για τις ανθρώπινες σχέσεις. Η ανατομία (και η αμφιβολία) μιας σχέσης ανάμεσα σε δύο τραυματισμένους ανθρώπους. Ενα νουάρ που απεκδύεται όλα τα λευκά και μαύρα σκληρά κοντράστα του για να γίνει ένα διάφανο μελόδραμα για τη γκρίζα περιοχή των ανθρώπων και όλα όσα χωράνε σε αυτήν: όνειρα που δεν βγήκαν αληθινά, λάθη που έκανες και θα ξανέκανες αν σου δινόταν η ευκαιρία, έρωτες που σε έπιασαν από το λαιμό και παραλίγο να σε πνίξουν, αμαρτίες που δεν τιμωρούνται παρά σε αυτή τη ζωή και εγκλήματα που μπορεί και να διέπραξες μα δεν θα το μάθει ποτέ κανείς.
Ο Νικόλας Ρεί παρακολουθεί τους εραστές του να γεννιούνται, να ζουν και να πεθαίνουν ξανά και ξανά σε έναν κλοιό χτισμένο από αποθέματα ανθρώπινης αδυναμίας, σκηνές που από ένα άψυχο δακτυλογραφημένο σενάριο καταλήγουν με τα λόγια που θα έλεγες στην αληθινή ζωή - την ώρα που αποχαιρετάς για πάντα τον άλλον, πλάνα που δεν φοβούνται να κοιτάξουν στα μάτια την απέραντη μοναξιά, την απεγνωσμένη έκκληση για βοήθεια, την αγάπη.
Ναι, η Λορελ θα ήθελε ο Ντιξ να είναι κανονικός άνθρωπος, όμως ξέρει πως έτσι δεν θα τον αγαπούσε ποτέ. Το «Σε Εναν Ερημο Τόπο», όπως και ο ήρωάς της, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι μια «κανονική» ταινία.