- Είναι ωραία εδώ έξω!
- Είναι σαν το τέλος του κόσμου!
Η μπόρα που θα διακόψει απότομα ένα καλοκαιρινό τοπικό διαγωνισμό ομορφιάς, στην πρώτη - αριστουργηματική σκηνή - της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του Φεντερίκο Φελίνι, είναι μόνο μια από τις «σκηνές τέλους» πάνω στις οποίες είναι δομημένο ολόκληρο το φιλμ. Ενας, λες, δύσκολος, αλλά και αναπόφευκτος αποχαιρετισμός σε μια παρατεταμένη εφηβεία, σε ένα όνειρο που αργεί πολύ να βγει αληθινό, σε έρωτες που έρχονται και φεύγουν σαν να μην συνέβησαν ποτέ, σε γενιές που τρόμαξαν μπροστά στο φινάλε της ψευδούς μα απόλυτης κυριαρχίας τους εκσφενδονίζοντας με θράσος «αντίο» σε όλους όσους τους πρόδωσαν, αλλά φειδωλοί στο να παραδεχτούν όλα όσα πρόδωσαν οι ίδιοι.
Ισως ακούγεται υπερβολικό, αλλά, ναι, το «Vitelloni» είναι μια ταινία «ρεαλιστικής φαντασίας» για το τέλος του κόσμου και με το δικό της τρόπο - πράγμα που μοιάζει διάφανο τώρα πια με το πέρασμα του χρόνου και χωνεμένη την διχοτομημένη (ή μήπως τριχοτομημένη;) φιλμογραφία του δημιουργού της - είναι και μια ταινία για το τέλος του νεορεαλισμού, ανεξάρτητα από το σε ποιο χρονικό σημείο το τοποθετεί κανείς ή ποια ταινία διαλέγει κανείς ως το οριστικό του φινάλε.
Τέλος - με την έννοια του κεφαλαίου που κλείνει για να ανοίξει ένα καινούριο - και για το σινεμά του ίδιου του Φεντερίκο Φελίνι. Ο,τι θα ακολουθούσε τη φιλμογραφία του βρίσκεται αποτυπωμένο, σχεδόν με τρόπο προφητικό σε κάθε μικρή ή μεγάλη σκηνή αυτής της ταινίας που ποτισμένη από μια απέραντη μελαγχολία, μοιάζει να χαρτογραφεί ερήμην της το σημείο μηδέν μιας παρέας, μιας πόλης, μια χώρας, του κόσμου ολόκληρου.
Βρισκόμαστε στη μεταπολεμική Ιταλία, σε μια μικρή παραθαλάσσια επαρχιακή πόλη όπου το πιο συναρπαστικό πράγμα που συμβαίνει είναι ο ετήσιος διαγωνισμός για το κορίτσι που θα κερδίσει τον τίτλο «Μις Σειρήνα 1953» και η αναπάντεχη νίκη της Σάντρα που θα λιποθυμήσει λίγο μετά τη στέψη, επειδή ο Φάουστο την έχει αφήσει έγκυο. Ο τελευταίος θα προσπαθήσει να το σκάσει, αλλά ο πατέρας του θα τον αναγκάσει να παντρευτεί το κορίτσι και να αναλάβει τις ευθύνες της δικής του πλέον οικογένειας. Ο φίλος του Φάουστο και αδερφός της Σάντρα, Μοράλντο γνωρίζει καλά πως ο Φάουστο δεν θα σταματήσει ποτέ να κυνηγάει τις γυναίκες, όπως ο Αλμπέρτο δεν θα μεγαλώσει ποτέ συνεχίζοντας να συντηρείται από τη μητέρα και την αδελφή του, ο Ρικάρντο θα ονειρεύεται μάταια την καριέρα ενός βαρύτονου και ο Λεοπόλντο θα συνεχίσει να γράφει θεατρικά έργα που δεν θα διαβάσει ποτέ κανείς.
Αυτοί είναι οι πέντε «Βιτελόνοι» - που σε μια ελεύθερη μετάφραση τους αρμόζει ο χαρακτηρισμός «χαραμοφάηδες» - και αυτό είναι το σημείο μηδέν της αργοπορημένης ενηλικίωσης τους. Ο γάμος του Φάουστο ανοίγει το χορό σε ένα πέρασμα στην άλλη πλευρά. Ποιος όμως από τους πέντε φίλους είναι έτοιμος να διασχίζει την απόσταση χωρίς ζώνη ασφαλείας; Ποιος είναι έτοιμος να αφήσει πίσω το πατρικό σπίτι, τα έστω λιγοστά χρήματα της οικογένειας, τη σιγουριά ότι αυτή η πόλη που δεν χωράει τα όνειρα τους είναι η μόνη που χωράει τους ίδιους; Ποιος είναι έτοιμος να σταθεί απέναντι στα λάθη του, όταν γύρω του μια ολόκληρη χώρα προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της καταχωνιάζοντας σε ερείπια το σκοτεινό παρελθόν της; Ποιος θα είναι τόσο δυνατός ώστε να κάνει το μεγάλο βήμα και να φύγει;
Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της ταινίας (και της φιλμογραφίας του Φεντερίκο Φελίνι), οι πέντε φίλοι περιπλανιούνται στην παραλία, πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα όπου το καλοκαίρι γεμίζει από τουρίστες που κάνουν ηλιοθεραπεία, οικογένειες που αποδρούν από την ρουτίνα της καθημερινότητας, αγόρια που ψάχνουν εφήμερους καλοκαιρινούς έρωτες και κορίτσια που ελπίζουν το φθινόπωρο να μην τις βρει πάλι μόνες. Τώρα είναι όμως χειμώνας και η θάλασσα είναι φουσκωμένη, η παραλία άδεια, τίποτα σε αυτό το μέρος δεν θυμίζει ζωή και η αιώνια ερώτηση που ξεκινάει πάντα με το «τι θα γινόταν αν» τελειώνει πάντα με λίγη άμμο στα παπούτσια και μια ερημιά που απλώνεται μέχρι εκεί όπου μπορεί να φτάσει το ανθρώπινο βλέμμα.
Λίγο πριν βυθιστεί στην υπαρξιακή αναζήτησή των κατά τον πολύ κόσμο ώριμων μα συνειδητά αποστασιοποιημένων υπέρ μιας στιλιζαρισμένης αντανάκλασης του κόσμου ταινιών του (με εξέχουσες περιπτώσεις το «Dolce Vita» και το «8 1/2») και μια ανάμνηση δρόμος πριν η μνήμη γίνει το τεχνητό, επιτηδευμένο τσίρκο της σχεδόν απονενοημένης φαντασμαγορίας που θα κορυφωνόταν στη φιλμογραφία του με το «Amarcord» και δεν θα τέλειωνε παρά με το «Και το Πλοίο Φεύγει» του 1983, ο Φεντερίκο Φελίνι αυτοβιογραφείται εδώ σχεδόν για πρώτη και τελευταία φορά με τόση αμεσότητα, ειλικρίνεια, αναζωογονητική ελαφρότητα και πικρή συνειδητοποίηση, ούτε στιγμή μελό, για το «τέλος» του καρναβαλιού που θα βρίσκει πάντα καρναβαλιστές και μη πιο απελπισμένους, πιο μακριά από τη λογική και πιο μόνους από ποτέ.
Απο - τελειώνοντας τον νεορεαλισμό και φέρνοντάς τον στη σωστή του διάσταση, αυτή μιας κοινωνικής ψυχογραφίας που κάνει την οθόνη να ραγίζει από την αλήθεια μιας γενιάς που θα ήθελε η γιορτή να μην τελειώσει ποτέ, ο Φεντερίκο Φελίνι κλείνει μέσα στους «Vitelloni» την αρχή και του τέλος της μεταπολεμικής Ευρώπης. Δεν το κάνει μόνο στην αριστουργηματική σκηνή του καρναβαλιού, όπου ο σπουδαίος, σπαρακτικός Αλμπέρτο Σόρντι σέρνει με τα χέρια του το κεφάλι του καρνάβαλου που συνειδητά ή ασυνείδητα καθρεφτίζει τις ελπίδες που στηρίχθηκαν στα απομεινάρια μιας χώρας, αλλά και στον τρόπο που κινηματογραφεί τα σπίτια των ηρώων του - σαν παρηκμασμένα αρχοντικά που φυλακίζουν μέσα τους κάθε ελπίδα για αλλαγή, στον τρόπο που χαρίζει ψήγματα ελπίδας σε κάθε έναν από την παρέα για να του τα πάρει με τον πιο βίαιο τρόπο στην επόμενη σκηνή, στο φρέσκο μια κοινωνίας που θέλει με κάθε τρόπο να επιβιώσει, να αγνοήσει τη μοίρα όσων προηγήθηκαν, να γίνει η μαγιά για ένα μέλλον που, το έχουν καταλάβει όλοι, πρέπει να φτιαχτεί με θυσίες.
Η φυγή του Μοράλντο στο φινάλε της ταινίας θα είναι απότομη, σαν τις αποφάσεις που παίρνεις εν βρασμώ ή τελικά μετά από πολλή σκέψη, τη στιγμή που δεν υπάρχει τίποτα πια για να κρατηθείς και να σε κρατήσει. Με μακροβούτια σινεμά που επιδρούν πάνω σου σαν ωστικό κύμα μιας βαθιά λυτρωτικής θάλασσας μελαγχολίας, ο Φεντερίκο Φελίνι δικαιώνει θαρραλέα τον αφηγητή του, αλλά και όλους τους ήρωες του, προιωνίζοντας όχι μόνο τους (σκορσεζικούς) «Κακόφημους Δρόμους» που αποδεδειγμένα πάτησαν πάνω σε κάθε του μικρή η μεγάλη σκηνή πριν κάνουν τη δική τους επανάσταση στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αλλά και την ίδια του την ανεξίτηλη καλλιτεχνική σφραγίδα, ακριβώς στο σημείο όπου το εμβληματικό μουσικό θέμα του Νίνο Ρότα θα θυμίζει πάντα τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο κάνεις την πραγματικότητα ταινία και την ταινία πραγματικότητα.