Το «Είμαι η Μητέρα» του Γκραντ Σπουτόρε δεν κρύβει ποτέ τις επιρροές του. Το κλειστοφοβικό περιβάλλον του αλλά και η αίσθηση της αδιόρατης απειλής φέρνει στο μυαλό την αισθητική του Nostromo του «Alien» του Ρίντλεϊ Σκοτ. Η ύπαρξη μιας μονάδας τεχνητής νοημοσύνης που, με βάση τη λογική και την ηθική της, επιχειρεί να επαναδιατυπώσει ουσιαστικά το ανθρώπινο είδος, θυμίζει έντονα τον Hal 9000 του «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Η δε φυσική παρουσία της Χίλαρι Σουάνκ, καθώς και όλη η θεματική περί εξέγερσης των μηχανών, δε γίνεται να μην παραπέμψει στον «Εξολοθρευτή» του Τζέιμς Κάμερον. Ακόμα και ο τρόπος που ο σκηνοθέτης προσπαθεί να συνταιριάξει τις πολλαπλές φιλόδοξες ιδέες του σε ένα θρίλερ ουσιαστικά δωματίου θυμίζει το «Από_Μηχανής» του Αλεξ Γκάρλαντ, ακόμα κι αν εδώ οι ρόλοι αντιστρέφονται με την μηχανή να μετατρέπεται από αποτέλεσμα της δημιουργίας στον φορέα που πρόκειται να δώσει πνοή στην νέα γενιά της ανθρωπότητας.
Ωστόσο το σκηνοθετικό μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Γκραντ Σπουτόρε έχει την πρόνοια να μην γίνεται ποτέ μεγαλύτερο από όσο μπορεί πραγματικά να αντέξει, δίνοντας έμφαση περισσότερο στις ιδέες παρά στον οπτικό εντυπωσιασμό ενός πρωτοκλασάτου φιλμ επιστημονικής φαντασίας. Εξάλλου, ανέκαθεν η κρυφή δύναμη του sci-fi προερχόταν από τα ηθικά διλήμματα, τις ανθρωπιστικές προεκτάσεις και όλες τις γκρίζες περιοχές που καλύπτει η τεχνολογική πρόοδος, αντικείμενο στο οποίο η ρομποτική «Μητέρα» φαίνεται να θέλει με πάθος να εκπαιδεύσει την πρωτότοκη (για όλο το ανθρώπινο γένος) κόρη της.
Το «Είμαι η Μητέρα» αντιλαμβάνεται ότι σε αυτή την παράμετρο κρύβεται και η δική του ισχύς, αν και ποτέ δε μοιάζει «δεύτερο» ή κακοφτιαγμένο. Συνδυάζοντας μια αυστηρή λιτή αισθητική και εφέ που συνδυάζουν άψογα το ψηφιακό με το πρακτικό (η ίδια η «Μητέρα» αποτελείται κυρίως από ένα ρομποτικό κοστούμι που ερμηνεύεται σωματικά από τον stuntman Λουκ Χόκερ), το φιλμ του Σπουτόρε δε δείχνει ποτέ φτηνό ή πρόχειρο, στήνοντας ένα αποστειρωμένο, αποτελεσματικό σκηνικό μέσα στο οποίο μπορεί με επάρκεια να αναπτυχθεί το περίπλοκο (στην θεωρεία τουλάχιστον) φιλοσοφικό του δράμα.
Σε ένα απροσδιόριστο μέλλον και έπειτα από έναν καταστρεπτικό πόλεμο, η ανθρωπότητα έχει πλέον εκλείψει με τις λεπτομέρειες να παραμένουν ασαφείς. Το μόνο που έχει επιβιώσει είναι το απόθεμα μερικών δεκάδων χιλιάδων ανθρώπινων εμβρύων, ικανά να εποικήσουν εκ νέου την Γη. Φύλακας τους είναι η εν λόγω «Μητέρα», ένα ρομπότ που μιλάει με την φωνή της Ρόουζ Μπερν και που είναι αποφασισμένο να γίνει η καλύτερη δυνατή (κυριολεκτική) μάνα για την επόμενη γενιά της ανθρωπότητας. Κάνοντας flashforward αρκετές χιλιάδες μέρες μετά (των οποίων η αριθμητική μελέτη προκαλεί εξαρχής υποψίες), η «Μητέρα» έχει πλέον υπό την προσοχή της μία Κόρη. Η σχέση τους αποτελεί συνδυασμό μητρικής σχέσης, δασκάλου-μαθητή και επιστήμονα-εργαστηριακού δείγματος αλλά διακατέχεται από αγάπη, στοργή και αμοιβαία εμπιστοσύνη. Εμπιστοσύνη που όμως κλονίζεται ακαριαία, όταν εμφανίζεται στην πόρτα της εγκατάστασης μια μυστηριώδης ανθρώπινη φιγούρα (η Χίλαρι Σουάνκ επιστρέφει στο sci-fi με μία ταιριαστά άγρια ερμηνεία), η οποία ούτε λίγο, ούτε πολύ γκρεμίζει όλη την κοσμοθεωρία που πρότεινε ως Ευαγγέλιο η Μητέρα.
Ο δημιουργικός προβληματισμός είναι σαφής και η οπτική ικανότητα (παρά τους οικονομικούς περιορισμούς) εμφανής, οπότε αυτό που απομένει για μια πραγματικά εντυπωσιακή ταινία είναι η καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στο προσωπικό όραμα και τις ενθουσιώδεις κινηματογραφικές επιρροές. Και αυτό είναι ένα σίγουρα πιο αισιόδοξο μέλλον από αυτό που παρουσιάζει τελικά το "Είμαι η Μητέρα".»
Η αμφιβολία από και προς όλες τις κατευθύνσεις αποτελεί και την κινητήριο δύναμη της αφήγησης του Σπουτόρε, ο οποίος φροντίζει να χτίσει γύρω της όλο και περισσότερα ηθικά διλήμματα, όσο σταδιακά αποκαλύπτεται ολόκληρο το εύρος μιας σκοτεινής αλήθειας που μπορεί να αποκρύπτει (ή και όχι) η Μητέρα. Η αλήθεια είναι ότι η ιστορία του λειτουργεί καλύτερα όσο παραμένει μερικώς στο σκοτάδι (καθώς οι συνεχείς αποκαλύψεις και ανατροπές στερούν από την αφήγηση την αρχική κρίσιμη αίσθηση αποπροσανατολισμού) όμως μέχρι και το τέλος η προσπάθειά του να παρουσιάσει μια πλήρη ηθική παραβολή πάνω στη χρήση των μηχανών και (κυρίως) την ευθύνη του ανθρώπου απέναντί τους είναι όχι απλά καίρια αλλά και αρκούντως ψυχαγωγική.
Σε αυτό βοηθά και το γεγονός ότι ο Σπουτόρε παρουσιάζει την Μητέρα του ως ένα δημιούργημα που όντως πιστεύει σε όσα κάνει, που εμφανίζει γνήσιο ενδιαφέρον για την κόρη της και που αγωνιά (όσο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο για μια μονάδα τεχνητής νοημοσύνης) για το αν είναι καλή μητέρα, τόσο για το μέλλον της κόρης της μεμονωμένα όσο και για το ευρύτερο, σαφώς κοσμογονικό της πλάνο. Είναι μια θεματική που προσδίδει μια αναγκαία αμεσότητα μέσα στο γενικότερο sci-fi πλαίσιο, γεγονός που ενισχύεται ακόμα περισσότερο με την φωνητική ερμηνεία της Μπερν, η οποία εκφράζει ψήγματα συναισθήματος πίσω από μια φαινομενικά ψυχρή, μηχανική εκφορά του λόγου.
Αυτό ωστόσο που προδίδει το φιλμ είναι η τελική του επιδίωξη να κάνει μια μεγάλη δήλωση λίγο πριν το τέλος, η φιλοδοξία να ανάγει την μικρού βεληνεκούς αφήγηση του σε κάτι πραγματικά οικουμενικό και η ουσιαστική ανάγκη του να αποδείξει ότι η φωνή του έχει όντως δύναμη και ότι αξίζει θέσης σε ένα έντονα ανταγωνιστικό κινηματογραφικό περιβάλλον. Ατυχώς όμως, πολλές από τις απόψεις ή τις προειδοποιητικές κορώνες του «Είμαι η Μητέρα» τις έχουμε ήδη δει πολλαπλώς στο σινεμά, και όχι μόνο στη φιλμογραφία των δημιουργών που επηρέασαν αναπόφευκτα την αισθητική της ταινίας. Αυτό που προτείνει εξαρχής ο Σπουτόρε, η εγγύς, ζεστή και γεμάτη αμφισημία σχέση μεταξύ ανθρώπου και μηχανής στο τέλος καταλήγει απλά ένα φιλοσοφικό βαρύγδουπο τσιτάτο, που απλά δεν τιμά την δυνητική βαρύτητα που θα μπορούσε να επιφέρει το φινάλε της αφήγησης.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι ο Σπουτόρε δεν αποτελεί έναν δημιουργό που κερδίζει άμεσα την προσοχή και που δημιουργεί προσδοκίες για την επόμενη, ελπίζουμε εξίσου φιλόδοξη, δουλειά του. Ο δημιουργικός προβληματισμός είναι σαφής και η οπτική ικανότητα (παρά τους οικονομικούς περιορισμούς) εμφανής, οπότε αυτό που απομένει για μια πραγματικά εντυπωσιακή ταινία είναι η καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στο προσωπικό όραμα και τις ενθουσιώδεις κινηματογραφικές επιρροές. Και αυτό είναι ένα σίγουρα πιο αισιόδοξο μέλλον από αυτό που παρουσιάζει τελικά το «Είμαι η Μητέρα».