Αργά ή γρήγορα ο Τζέιμς Αϊβορι θα έφτανε στο «Howards End», το βιβλίο που εκδόθηκε το 1910 και συνοψίζει την κοσμοθεωρία του Ε.Μ. Φόρστερ όχι μόνο για την ίδια τη λογοτεχνική ηδονή που κάνει όλο του το έργο να ρέει σαν ένα απογευματινό τσάι στην εξοχή, ακριβώς στο σημείο που μπορούν να ειπωθούν και να συμβούν την ίδια στιγμή τα πιο σημαντικά και τα πιο ασήμαντα πράγματα, αλλά κυρίως για τη σχεδόν ριψοκίνδυνη πίστη του στον άνθρωπο, εδώ σε μια ακτινογραφία των ταξικών, φυλετικών και ιδεολογικών διαφορών που όριζαν το τέλος του 19ου αιώνα και συνεχίζουν να καθορίζουν τον κοινωνικό ιστό ακόμη και σήμερα.
Ετερος λάτρης της ανάδειξης της ανθρώπινης κατάστασης μέσα από τα στεγανά της κοινωνικής συνθήκης, ο Τζέιμς Αϊβορι διέσχισε το έργο του Ε.Μ. Φόρστερ, μεταφέροντας με την ίδια αξιοθαύμαστη ισορροπία ανάμεσα στην ελαφρότητα και την βαρυσήμαντη κριτική, πρώτα το πιο δημοφιλές ακόμη και σήμερα έργο του, το «Δωμάτιο με Θέα» το 1985 και το 1987 το «Μορίς», την ομοφυλοφιλική νουβέλα που εκδόθηκε μετά το θάνατο του συγγραφέα. Δύο πανέμορφες και πετυχημένες καλλιτεχνικά και εμπορικά ταινίες που θα χάριζαν διακριτή ταυτότητα στον δημιουργό τους και που άνοιξαν το δρόμο για το πιο σύνθετο, πιο πλούσιο σε συναισθήματα και διλήμματα, μελαγχολικό, πικρό κι όμως τόσο ειρωνικό, κλασικό «Howards End».
Οι ήρωες του «Howards End» είναι τρεις οικογένειες που η σχεδόν στα όρια της απιθανότητας τυχαία συνάντησή τους θα είναι καθοριστική όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και για την ίδια την αλλαγή του αιώνα, σε μια Αγγλία που δεν θα μπορέσει για πολύ να αποφύγει να κοιτάξει κατάματα το πραγματικό της πρόσωπο στον καθρέφτη του κενού που θα δημιουργηθεί ανάμεσα σε ένα κόσμο που θα κάνει τα πάντα για να κρατήσει την κυριαρχία του κι έναν άλλον που έρχεται με φόρα από το μέλλον για να ανατρέψει τα πάντα.
Στον παλιό κόσμο ανήκουν οι Γουίλκοξ, βαθύπλουτη συντηρητική οικογένεια που συνεχίζει να πλουτίζει από τις αποικίες της παντοδύναμης Βρετανικής Αυτοκρατορίας, στο νέο κόσμο προσπαθούν να επιβιώσουν τα μποέμ φιλελεύθερα για την εποχή αδέρφια Σλέγκελ, ενώ κάπου ανάμεσα στις επιχειρηματικές υποθέσεις των πρώτων και τις λογοτεχνικές βραδιές των δεύτερων ζουν οι Μπαστ, ένα ανδρόγυνο που ζει στα όρια της φτώχειας με την αγωνία της κάθε επόμενης ημέρας.
Οι αδερφές Μάργκαρετ και Ελεν Σλέγκελ θα γνωρίσουν τους Γουίλκοξ σε ένα ταξίδι στη Γερμανία και οι τύχες τους θα μπλεχτούν όταν η Ελεν θα φιλοξενηθεί στο εξοχικό τους στο Χάουαρντς Εντ, θα επιβιώσει μιας επιπόλαιας ανακοίνωσης ενός αρραβώνα με τον νεότερο γιο τους και λίγο αργότερα, εντελώς τυχαία οι Γουίλκοξ θα μετακομίσουν δίπλα τους σε ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο. Η μεγαλύτερη αδερφή της Ελεν, η Μάργκαρετ, θα διατηρήσει φιλικές σχέσεις με τη μητέρα των Γουίλκοξ, Ρουθ, μια μελαγχολική γυναίκα που θα της μιλήσει για την αγάπη που έχει για το σπίτι στο Χάουαρντς Εντ και θα της το «γράψει» λίγο πριν πεθάνει, θεωρώντας πως είναι η μόνη που θα μπορέσει να καταλάβει τη συναισθηματική αξία του. Ο σύζυγός της όμως θα αγνοήσει την επιθυμία της γυναίκας του, αλλά θα φέρει την Μάργκαρετ στο Χάουαρντς Εντ ζητώντας της να τον αρραβωνιαστεί.
Ο Λέναρντ Μπαστ θα φτάσει μέχρι το σπίτι των αδερφών Σλέγκελ, όταν κατά τη διάρκεια μιας μουσικής βραδιάς η Ελεν θα «κλέψει» την ομπρέλα του. Οι δύο αδελφές θα τον αναλάβουν με κάποιο τρόπο υπό την προστασία τους, προσπαθώντας να του βρουν μια καλύτερη δουλειά. Θα ζητήσουν και τη συμβουλή του μέλλοντα συζύγου της Μάργκαρετ, του Χένρι Γουίλκοξ, ο οποίος θα προτείνει ο νεαρός να φύγει από τη δουλειά στην οποία βρίσκεται γιατί η ασφαλιστική εταιρια στην οποία δουλεύει κινδυνεύει από χρεοκοπία. Μόνο που το ενδιαφέρον του Γουίλκοξ θα είναι επιπόλαιο, όπως και όλες οι αποφάσεις που δεν αφορούν την περιουσία του. Ο νεαρός Λέναρντ θα πάει σε μια δουλειά με λιγότερα χρήματα και στις πρώτες περικοπές θα μείνει άνεργος, βλέποντας καθημερινά τη σχέση του με τη νεαρή σύντροφό του, εγκλωβισμένη μέσα σε ένα φτωχό διαμέρισμα δίπλα στις γραμμές του τρένου, να καταστρέφεται από την αγωνία της επιβίωσης.
Ανθρωποι-σπίτια (και σπίτια με σχεδόν ανθρώπινες ιδιότητες - όπως γοήτευαν πάντα τον Ε.Μ. Φόρστερ), οι ήρωες του «Howards End» διατηρούν την ιδιότητα των συμβόλων τριών διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων, αλλά αυτό είναι μόνο το στην εντέλεια σκιαγραφημένο περίγραμμά τους. Γραμμένοι με αλάνθαστη λεπτομέρεια στις αντιδράσεις, πρώτα από τον Φόρστερ και μετά από την Ρουθ Πράουερ Τζαμπβάλα (που κέρδισε δίκαια το Οσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου εκείνη τη χρονιά) και σκηνοθετημένοι διάτρητα λες από τον Τζέιμς Αϊβορι, είναι όλοι τους πραγματικοί άνθρωποι, εγκλωβισμένοι μέσα στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν τον «άλλον», να βρουν πού ακριβώς τελειώνει η επιθυμία και πού το καθήκον, πού σταματάνε οι καλοί τρόποι και πρέπει να αναλάβει επιτέλους το παιχνίδι η λογική.
Ολοι τους θα συγκρουστούν, ο καθένας με αυτό που φοβάται πιο πολύ. Ο Χένρι Γουίλκοξ με το «αλάνθαστο» και «ατιμώρητο» που του προσέφερε για αιώνες το πατριαρχικό σύστημα, η Ελεν με τις συνέπειες της «ελευθερίας» της, η Μάργκαρετ με τη δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στην προσωπική της ευτυχία και τις ιδέες της, ο Λέναρντ με την ίδια την προδιαγεγραμμένη τραγωδία που έχει γραφτεί γι’ αυτόν πριν από αυτόν.
Ο Τζέιμς Αϊβορι θα κινηματογραφήσει τη σύγκρουσή τους με τόση κομψότητα, τόση διακριτικότητα, τόση αλήθεια, που είναι περιττό κανείς να μιλήσει για την αριστουργηματική ανασύσταση της εποχής ή την πιστότητα στο σπάνιο (κι όταν συμβαίνει τόσο αναζωογονοητικό) πρωτόκολλο της ταινίας εποχής που είναι ταυτόχρονα κλασική και μοντέρνα. Η «Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ» είναι μια διαδρομή που σε κάθε της μικρή ή μεγάλη στάση ξεφυλλίζει την ιστορία αυτών των ανθρώπων με χιούμορ, επιμονή στην παρατήρηση, χωρίς κανένα φόβο και πάθος απέναντι στη μοναξιά τους, χωρίς αναστολές όταν σηκώνουν ανάστημα απέναντι σε ό,τι τους εμποδίζει να επιβιώσουν, σχεδόν ποιητικά - ειδικά στα μαγικά διαλείμματα όταν ο χαρακτήρας του Λέναρντ χάνεται μέσα στα αναγνώσματά του.
Καμία έκπληξη λοιπόν ότι όπως και τότε, ίσως περισσότερο σήμερα, αυτή η διαδρομή μιλάει με σύγχρονο (και τόσο άμεσο μέσα στον τύπο που επιβάλλει η πιστότητα στην εποχή) τρόπο για τις γέφυρες που οφείλεις να βρεις ανάμεσα σε όλα όσα χωρίζουν τους ανθρώπους, τους συμβιβασμούς που (δεν) χρειάζεται να κάνεις αν θες να συνυπάρξεις, την πίστη στη μεγαλύτερη δύναμη που δεν είναι κανένα ταξικό, οικονομικό ή κοινωνικό σύστημα, αλλά ο άνθρωπος.
Στην τριάδα των τριών εμβληματικών γυναικών που ορίζουν τη ραχοκοκκαλιά του φιλμ (τη σπαρακτική, υποψήφια για Οσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου εδώ, Βανέσα Ρεντγκρέιβ, την απίθανης σαρωτικής δυναμικής Ελενα Μπόναμ Κάρτερ και τη συγκλονιστική από κάθε πιθανή άποψη ερμηνείας, θέσης σώματος, σπασίματος προσώπου, γέλιου και κλάματος, ιδανική πεμπτουσία όλης της ενσωμάτωσης της τραγωδίας μέσα στην αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, ένα από τα πιο δίκαια ομόφωνα Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, Εμα Τόμσον), καθρεφτίζεται ακόμη και σήμερα (στοιχηματίστε και για πάντα, ειδικά βλέποντας αυτόν τον αριστουργηματικό επίλογο πριν τους τίτλους τέλους) το διαρκές αίτημα για ένα κόσμο που δεν θα αφήσει καμία γυναίκα μόνη να ονειρεύεται την επιστροφή στο... Χάουαρντς Εντ.