Η Μαρία Σοντάλ ονομάζει την ταινία της «Ελπίδα» και το κάνει συνειδητά, όχι μόνο επειδή είναι με κάποιο τρόπο (spoiler alert;) η δική της ιστορία αλλά γιατί τελικά και μόνο η απόφαση να ασχοληθείς με κάτι τόσο επώδυνο είναι από μόνο του ελπιδοφόρο για το πώς ο άνθρωπος διαπραγματεύεται το θάνατο και στέκεται απέναντι του όχι απαραίτητα για τον νικήσει, αλλά για να τον εκλογικεύσει.
Η «Ελπίδα» είναι η ιστορία της Άνια, διάσημης χορογράφου που λίγο πριν τα Χριστούγεννα θα μάθει πως έχει όγκο στον εγκέφαλο, πιθανή μετάσταση από έναν καρκίνο στο πνεύμονα που πίστευε ότι είχε νικήσει τον προηγούμενο χρόνο. Η «Ελπίδα» είναι η ιστορία του Τόμας, θεατρικού συγγραφέα που συζεί με την Άνια και μαζί είναι επικεφαλής μιας πολυμελούς οικογένειας που αποτελείται από τα δύο παιδιά του Τόμας και τα τρία παιδιά του μαζί με την Άνια. Η «Ελπίδα» είναι η ιστορία τους καθώς από την ανεξαρτησία μιας «ελεύθερης» σχέσης χωρίς ιδιαίτερες ευθύνες θα αναγκαστούν να αναζητήσουν ο ένας στον άλλον τη δύναμη - η Άνια για να αποχαιρετήσει τη ζωή και ο Τόμας για να καλοσωρίσει το νέο του, άγνωστο μέχρι τότε στον ίδιο, ρόλο του γονιού.
Η Νορβηγίδα σκηνοθέτης είναι ατρόμητη. Δεν αποφεύγει τις δύσκολες σκηνές, επιμένοντας με λεπτομέρεια στη χαρτογράφηση της διαδρομής της ηρωίδας της μέσα από διαγνώσεις, πολλά υποσχόμενες θεραπείες, διαδρόμους νοσοκομείων και επικείμενων επεμβάσεων. Γρήγορα όμως μεταθέτει το βάρος στη σχέση των δύο ηρώων, στην επώδυνη αφορμή που θα τους οδηγήσει να αναθεωρήσουν το «δύο» και να σταθούν θαρραλέα απέναντι στην απώλεια και ο,τι σημαίνει αυτό για την εύθραυστη ισορροπία μιας σχέσης.
Καθώς το χριστουγεννιάτικο σκηνικό προκαλεί τα μέγιστα των αντιθέσεων με την είδηση που αρχικά θα κρύψουν από τα παιδιά τους αλλά που τελικά δεν θα αποφύγουν να εξομοληθούν, η Ανία και ο Τόμας διασχίζουν όλη η διαδρομή προς τον τρόμο του θανάτου, βρίσκοντας - όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό - την ίδια τους τη ζωή.
Με μπεργκμανικές διαστάσεις, αναπόφευκτους μελοδραματισμούς και ένα δεύτερο μέρος που παλινδρομεί για πολλή ώρα, ρίχνοντας το μέσο όρο της ταινίας, πριν καταλήξει στο λυτρωτικό φινάλε, η Μαρία Σοντάλ στηρίζεται κυρίως στην αυστηρή της ματιά πάνω στην αρρώστια, στις λεπτομέρειες που κάνουν το θεατή να γίνεται κοινωνός ενός σχεδόν action movie μέχρι την επικείμενη επέμβαση και βέβαια - σωστά και δίκαια στους δύο πρωταγωνιστές της.
Λίγες φορές τα τελευταία χρόνια ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ υπήρξε τόσο γήινος, σχεδόν εύθραυστος, σε έναν ρόλο που μοιάζει δύσκολο να ταυτιστείς μαζί του αλλά που με την εκφραστική του καθαρότητα σε παρασέρνει σε όλο το φάσμα από την απελπισία μέχρι την ενοχή, την αμηχανία και την απόλυτη αγάπη. Λίγες φορές τα τελευταία χρόνια είδαμε μια ηθοποιό να παίζει μια τέτοια ηρωίδα με την σοφά υπερβολική απλότητα που το κάνει η Aντρεα Μπριν Χόβιγκ, σηκώνοντας στους ώμους της κάθε μικρό και μεγάλο βάρος μιας ταινίας που όσο δύσκολο μοιάζει να τη δεις, τόσο δικαιώνει τον τίτλο της μόλις πέσουν οι τίτλοι τέλους.