Το παρασκήνιο γύρω από τη δημιουργία του «Psycho», της ταινίας που ο Αλφρεντ Χίτσκοκ γύρισε το 1960, αμέσως μετά την επιτυχία του «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων» σαν απάντηση σε όσους πίστεψαν πως ήταν έτοιμος να αποσυρθεί...

Δεν θα μπορούσε κανείς να ζητήσει ποτέ από κανέναν σκηνοθέτη να μεταφέρει αυτούσια την έξαψη με την οποία ο Αλφρεντ Χίτσκοκ πίστεψε στην κινηματογραφική μεταφορά του «Psycho», παραδίδοντας όχι μόνο μια από τις καλύτερες ταινίες του και μια τεράστια προσωπική εμπορική επιτυχία, αλλά και ένα φιλμ – ορόσημο για το ίδιο το σινεμά.

Αλλωστε είναι πρακτικώς αδύνατον να φτιάξεις μια συναρπαστική ταινία για τη δημιουργία μιας συναρπαστικής ταινίας, αν ο ήρωας σου είναι ο bigger than life χαρακτήρας του Αλφρεντ Χίτσκοκ και σαν σκηνοθέτης επαφίεσαι για την αποτύπωσή του μόνο στο ανυπέρβλητο ταλέντο ενός ηθοποιού και στην ομάδα των μακιγιέρ σου.

Για να είμαστε δίκαιοι, όμως,το μεγαλύτερο ελάττωμα του «Hitchcock» δεν είναι ο Αντονι Χόπκινς στον ομώνυμο ρόλο.

Ούτε κακός, αλλά ούτε καλός, ο Χόπκινς κάνει τα πάντα για να πιστέψουμε πως κάτω από τους μεγατόνους της εμπειρίας του και του πετυχημένου μείκ-απ κρύβεται ο σεβασμός του για τον Χίτσκοκ, η μελέτη των ανεπαίσθητων μικρών τικ στην ομιλία και την συμπεριφορά του, η ενδόμυχη διαστροφή στον τρόπο που δούλευε και φερόταν στις διαπροσωπικές του σχέσεις, το βάρος (κυριολεκτικό και μεταφορικό) της σχεδόν παιδικότροπης ιδιοφυίας του.

Μόνο που η «μέθοδος» δεν μοιάζει να είναι αρκετή στην περίπτωση του Χόπκινς - Χίτσκοκ. Είτε επειδή όλοι γνωρίζουμε πώς ήταν ο Χίτσκοκ (κυρίως από τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις), είτε επειδή όλοι φανταζόμαστε έναν (δικό μας) Χίτσκοκ, ο Χόπκινς μοιάζει λίγος. Μοιάζει εγκλωβισμένος σε μια φιγούρα μίμησης που διαθέτει φυσικά τις στιγμές του (προσέξτε τη σκηνή που σαν διευθυντής ορχήστρας προηγείται των αντιδράσεων του κοινού στην πρώτη προβολή του «Psycho») αλλά που και ακόμη κι αν δεν έπαιζε ένα πραγματικό πρόσωπο της εμβέλειας του Χίτσκοκ, πάλι θα έμοιαζε απλά διεκπεραιωτικός.

Με αποτέλεσμα να καταλήγει να μοιάζει περισσότερο στον Χίτσκοκ αλλά όχι και να είναι ένας ήρωας που θα μπορούσε να είναι ο Χίτσκοκ: ένας δηλαδή μονομανής δημιουργός που μετέτρεπε την προσωπική του ζωή στο πρώτο σκηνικό της κάθε καινούριας εμμονής του (βλ. ταινίας).

Αντίθετα δίπλα του, η Ελεν Μίρεν στο ρόλο της πιστής συζύγου και αφανούς «alter ego» του Χίτσκοκ, Αλμα, αποδεικνύεται πιο έξυπνη υποκριτικά, αφού ξεγλιστρά από την τυποποίηση της επίσης μυθικής γυναίκας που υποδύεται για να της χαρίσει κινηματογραφική υπόσταση αλλά και μια σκηνή από αυτές που η βρετανίδα ηθοποιός ξέρει πολύ καλά είναι ικανές να κλέψουν χωρίς πολλή προσπάθεια την παράσταση.

Πιο δίπλα του, η Σκάρλετ Γιόχανσον στο ρόλο της Τζάνετ Λι είναι η μόνη (μαζί με την έκπληξη που ακούει στο όνομα Τζέσικα Μπίελ στο ρόλο της Βέρα Μάιλς) που ξέρει ακριβώς σε ποια εποχή βρίσκεται και τι ακριβώς παίζει. Με ένα σαρκασμό που ανέκαθεν κρυβόταν στο φιλήδονο προσωπό της, διασκεδάζει τόσο με την ιδέα ότι αν ζούσε ο Χίτσκοκ μπορεί να την είχε διαλέξει ως μια από τις ξανθιές του ντίβες, που ελευθερώνει ανεξάντλητες δόσεις αισθησιασμού και μελαγχολικής προσμονής, πραγματικό αντίβαρο σέξι νηνεμίας στην τρικυμία που επικρατεί μέσα και έξω από το μυαλό του μεντορά της.

Το μεγαλύτερο ελάττωμα του «Hitchcock» είναι η σκηνοθεσία του.

Ακολουθώντας αυστηρά τη λογική μιας τηλεταινίας (πόσο ειρωνικό ότι το «The Girl» του Τζούλιαν Τζάρολντ, που γυρίστηκε για την τηλεόραση καταφέρνει να αναδύει κινηματογραφικό αέρα) και βυθίζοντας την ιστορία σε μια αλληλουχία δραματικών σκηνών συν ένα άστοχο εύρημα ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, ο Γκερβάσι χάνει τελείως το ενθουσιώδες «παιχνίδι» της δημιουργίας την οποία στην τελική υποτίθεται ότι αφηγείται, υποβιβάζοντας την πιο συναρπαστική περίοδο στη ζωή του Αλφρεντ Χίτσκοκ σε ένα συμβατικό και τελικά αδιάφορο οικογενειακό... θρίλερ.

Δεν θα είχε κανείς αντίρρηση και φυσικά καμία διάθεση να αμφισβητήσει πως ενώ ετοιμαζόταν το «Psycho», ο Χίτσκοκ έζησε μια κρίση στο γάμο του και ένα χτύπημα ολκής στην αυτοπεποίθησή του, δύο παράγοντες που τον πείσμωσαν ακόμη περισσότερο για να γυρίσει μια ταινία στην οποία δεν πίστεψε κανείς εκτός από τον ίδιο.

Και είναι σαφές πως ένα τέτοιο παρασκήνιο, συμπεριλαβανομένου και του μύθου που τελικά απέκτησε το «Psycho» στην ιστορία του σινεμά και της ποπ κουλτούρας, αποτελεί πρώτης τάξεως υλικό για να αποπειραθεί κανείς να το αφηγηθεί σκιαγραφόντας μέσα από αυτό και έναν τόσο γοητευτικό κινηματογραφικό ήρωα, όπως τον Αλφρεντ Χίτσκοκ.

Μόνο που ο Γκερβάσι πίστεψε πως και μόνο η λέξη «Psycho» θα αρκούσε για να κάνει την ταινία του συναρπαστική, την ίδια στιγμή που το σενάριο του φιλμ καταγράφει πολύ καλύτερα από την μεταφορά του στην οθόνη, πόσο πιο πολύπλοκο είναι να κάνεις το κοινό να μην ξεχάσει ποτέ αυτό που του προσφέρεις.

Το μόνο που αρκούσε θα ήταν να είχε μελετήσει λίγο πιο προσεκτικά τα όσα δίδαξε ο ήρωας της ταινίας του. Και να είχε στο νου του πως όταν φτιάχνεις μια ταινία για ένα φιλμ – αναφορά, οφείλεις πρωταρχικά να της φερθείς... κινηματογραφικά.