Οι οδηγίες είναι σαφείς. Δεν θα πάνε με δικό τους αυτοκίνητο, θα νοικιάσουν. Δεν θα έχουν μαζί τους κινητά, θα τα αφήσουν πίσω. Δε θα κάνουν ύποπτες στάσεις, μπορεί να τους παρακολουθούν. Ο μεγάλος γιος πρέπει να έχει μαζί του μόνο έναν μικρό σάκο και μία προβιά. Οτιδήποτε άλλο θα πεταχτεί.

Κάπως έτσι επιβιβάζεται μία τετραμελής οικογένεια σε ένα SUV. Ο πατέρας, γκρινιάρης και μονόχνωτος, λόγω του σπασμένου ποδιού του που δεν του επιτρέπει να κινείται ελεύθερα. Η μητέρα, στωική και οργανωτική, κρύβει την ανησυχία και τη θλίψη της κάτω από την μαντίλα. Ο μεγάλος γιος άλλωστε έχει απαγορεύσει - και τα αντίο και τα δάκρυα. Θέλει να τους αφήσει πίσω του με την εικόνα της χαράς. Σε αυτό βοηθάει ο πιτσιρικάς αδελφός του. Ενα αεικίνητο 7χρονο πιτσιρικάκι που βλέπει το ταξίδι ως ευκαιρία σκανταλιάς, πειραγμάτων και τραγουδιών. Ο μικρός δεν ξέρει που πάνε και γιατί. Για το μόνο που ανησυχεί είναι ο σκύλος του στο πορτ μπαγκάζ που δεν μοιάζει να τα πηγαίνει πολύ καλά.

Ούτε εμείς ξέρουμε που πάμε. Ο Πανάχ Παναχί, γιος του Τζαφάρ Παναχί, στο εντυπωσιακό του ντεμπούτο δε θα μάς εξηγήσει. Θα μάς καλέσει να δέσουμε τις ζώνες μας και να ακολουθήσουμε το κινηματογραφικό του όχημα σε αυτό το ταξίδι δρόμου στην ιρανική έρημο με άγνωστο προορισμό και μόνη πυξίδα την υπόκωφη αγωνία. Τι έχει συμβεί στον μεγάλο γιο και, προφανώς, το σκάει; Τι έχει συμβεί σε αυτή την οικογένεια; Τι έχει συμβεί σε αυτή τη χώρα;

Κι εκεί κάπου επιβιβάζεται και η πραγματικότητα στο συμβολικό road trip. Το ιρανικό καταδυναστευτικό καθεστώς, οι εξόριστοι κινηματογραφιστές, ο φυλακισμένος στο σπίτι του πατέρας που φυγάδευε τις ταινίες του σε USB κρυμμένα μέσα σε τούρτες. Οι πρόσφυγες που πληρώνουν ύποπτους μεσάζοντες για να περάσουν τα σύνορα. Οι οικογένειες που αφήνουν πίσω.

Αν κανείς δει την ταινία σ' ένα πρώτο επίπεδο, λειτουργεί ως κυριολεκτικό ταξίδι. Ο πατέρας προσπαθεί την τελευταία στιγμή να χτίσει μία σχέση με το γιο του, άτσαλα, με την τυπική ανδρική αμηχανία (μοιράζονται ένα μήλο και μερικές άγαρμπες συμβουλές). Η μητέρα είναι μάνα δύο παιδιών. Για τον ένα θέλει να θρηνήσει, να πλαντάξει, να ουρλιάξει. Ομως υπάρχει κι ο μικρός που δεν πρέπει να ρουφήξει την τραγικότητα της κατάστασης και να παραμείνει ανέμελο παιδάκι. Κι αυτό θα γίνει με τραγούδια και παιχνίδια που διακόπτουν ευρηματικά τη δράση. Κι όσο για τον κεντρικό (αντι)ήρωα - εκείνος, αυτός που ξενιτεύεται, παραμένει σιωπηλός.

Συμβολικά όμως, αυτό είναι το ταξίδι μιας ολόκληρης χώρας στην ιστορία της. Η παλιά γενιά λαβωμένη, με το πόδι στο γύψο, να βλέπει τα παιδιά της να τιμωρούνται ή να φυγαδεύονται μακριά τους. Οι σύγχρονοι δημιουργοί να κρατούν το τιμόνι για όσο μπορέσουν, εκκωφαντικά βουβοί (θα μιλήσουν με το έργο τους). Οι μάνες να προσπαθούν να κρατήσουν την ελπίδα ζωντανή στην αθωότητα των νεότερων.

Η μεγαλύτερη επιτυχία του Παναχί είναι ότι κρατά τον τόνο της ταινίας αριστοτεχνικά, σε σωστή θερμοκρασία. Συμβαίνει κάτι βαριά δραματικό και ανησυχητικό (να περνάς παράνομα τα σύνορα είναι από μόνο του υλικό για θρίλερ) αλλά ο σκηνοθέτης εμπιστεύεται την ατμόσφαιρα «χάους» που εύκολα προκαλεί ένα μικρό παιδί από το πίσω κάθισμα στις οικογενειακές εκδρομές. Με έναν πιτσιρικά ηθοποιό-αριστούργημα (Ραγιάν Σαρλάκ) να παρλάρει εκνευριστικές επίμονες ερωτήσεις, να μην κάθεται καλά, να ξεσηκώνει όλους τους υπόλοιπους με αταξίες και σκανταλιές, αυτό το αμάξι δεν έχει χώρο και χρόνο για λυγμούς.

Ο Παναχί θέλει να κρατήσει το δράμα έμμεσο, κάτω από την μαντήλα μιας κωμωδίας. Για αυτό κι ο θλιμμένος μεγάλος γιος είναι την περισσότερη ώρα εκτός κάδρου. Αντιθέτως, ο σχεδόν γελοίος μουρμούρης πατέρας κυριαρχεί, έτσι όπως παραπονιέται κι εκνευρίζεται για την ανημποριά του. Το ίδιο και η κλασική ανήσυχη μάνα που παλεύει με την αγωνία και τον πόνο, έχοντας ως διέξοδο την εγρήγορσή της - να οργανώσει, να θυμηθεί, να φροντίσει. Να ξεσηκώσει (και να ενώσει) την οικογένεια να τραγουδούν λαϊκά τραγούδια, σαν να πηγαίνουν Κυριακή πρωί για μπάνιο.

Τίποτα δε θα γίνει μελό. Στην πιο αριστουργηματική σκηνή (αυτή του αντίο) ο Παναχί κρατά τη δράση στο βάθος πεδίου. Ολα συμβαίνουν σε απόσταση, μακριά μας.

Παράλληλα όμως τίποτα δεν μάς επιτρέπει να μείνουμε σε απόσταση. Ολοι σπάνε τον τέταρτο τοίχο - σε κάποια στιγμή κοιτούν κατάματα και επίμονα το φακό. Μάς απευθύνονται. Πώς επιτρέπουμε να συμβαίνει ακόμα κάτι τέτοιο σε μια γωνιά του σύγχρονου κόσμου μας; Πώς δεν καταλαβαίνουμε ότι σε αυτό το ταξίδι δρόμου είμαστε όλοι συνοδοιπόροι;