O «Herr Bachmann» είναι ένας 64χρονος καθηγητής μουσικής, γλώσσας και μαθηματικών σ' ένα γυμνάσιο μεταναστών στο Σταντάλεντορφ, μία γερμανική εργατική κωμόπολη. Κι ο ίδιος απόγονος Πολωνών μεταναστών (το επίθετο το άλλαξε ο παππούς του όταν τη δεκαετία του 30 η κυβέρνηση ζήτησε από τους μετανάστες να «προσαρμοστούν» στον κοινωνικό ιστό, επιλέγοντας ένα κλασικό γερμανικό όνομα) καταλαβαίνει πολύ καλά τα παιδιά απέναντί του. Προέρχονται από κάθε γωνιά της γης: Ρουμανία, Βουλγαρία, Τουρκία, Ρωσία, Αφρική. Κάποια γεννήθηκαν εδώ, άλλα ήρθαν μεγάλα και δυσκολεύονται ιδιαίτερα με τη γλώσσα. Κάποια εξωστρεφή, κι άλλα κλειδωμένα κάτω από τη μπούρκα τους. Τους κάνει ερωτήσεις για τις πατρίδες, τις κουλτούρες, τις θρησκείες, τις οικογένειές τους. Φέρνει μπροστά τη διαφορετικότητά τους και την επαινεί. Τα βάζει να βοηθούν το ένα το άλλο, να λύνουν τις εθνικιστικές ή απλώς εφηβικές διαφορές τους, να κοιτάζουν κατάματα τις δυσκολίες τους, να κάνουν όνειρα. Αυτό το τελευταίο έρχεται πολλές φορές σε σύγκρουση με τους μεροκαματιάρηδες γονείς που έχουν άλλα σχέδια για τα παιδιά: χρειάζονται εργατικά χέρια. Μέσα από τη μουσική, τις κουβέντες, τους καυγάδες, τις περιπλανήσεις στη φύση, τα μουσεία, τις εκπαιδευτικές εκδρομές, ένας άνθρωπος (ντυμένος με ACDC Tshirts και πλεκτά τζαμαϊκανά σκουφάκια – σα roadie μπάντας) δίνει αγώνα για να εμπνεύσει ένα τσούρμο έφηβους να πατήσουν στα πόδια τους. Εκείνος δεν τα θέλει «να προσαρμοστούν» και να αλλάξουν. Αλλά να βρούν το δρόμο τους σε μια χώρα, σε μια Ευρώπη που κι ο ίδιος ονειρεύεται πολυπολιτισμική.
Η ντοκιμαντερίστας Μαρία Σπετ (προσωπική φίλη του Ντίτερ Μπάκμαν) γίνεται για μία ολόκληρη σχολική χρονιά μία μύγα στον τοίχο αυτής της τάξης. Η κάμερά της μένει καρφωμένη ακίνητη στο πλάι, πίσω ή δίπλα του – ακόμα κι όταν είναι στον ώμο παραμένει διακριτική, χωρίς επιδειξιομανίες, να παρατηρεί. Καμία ένδειξη φωτισμού ή μικροφώνων – σαν όλα να είναι στημένα αόρατα από πριν, για να τα ξεχνάς.
Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο της ταινίας: το βλέπεις στα παιδιά, έχουν ξεχάσει τις κάμερες. Οι συμπεριφορές τους αυθόρμητες, άμεσες, κωλοπαιδίστικες, εξυπνακίστηκες, αθώες, τρυφερές. Στην ερώτηση «πες μας με ποια μέλη της οικογένειάς σου ήρθες εδώ και ποια έμειναν στη χώρα σου» ένα κοριτσάκι θα βάλει τα κλάματα. Απότομα. Σαν να την ξεπέρασε η ερώτηση. Θα βυθίσει το μουτράκι της στο θρανίο και ζευγάρια χέρια διπλανών θα την αγκαλιάσουν. Αλλά η κάμερα δε θα κάνει κοντινά. Ηταν μία συνηθισμένη στιγμή στην τάξη. Οπως κι αυτή που θα μιλήσουν για το σεξ, ποια θα ήταν η ηλικία που θα δοκίμαζαν, έχουν ερωτευτεί ποτέ; Ή ο Μπάκμαν θα εξαντλήσει στις ερωτήσεις έναν bully για τη συμπεριφορά του σε συμμαθητή του. Και μετά θα τους επιβάλει να παίξουν μαζί ένα κομμάτι. Να συνεργαστούν στην αρμονία.
Ναι, οι σχεδόν 4 ώρες του ντοκιμαντέρ απαιτούν από τον θεατή υπομονή και αφοσίωση. Αλλά η Σπετ δεν θέλει να κάνει κάτι επιφανειακό. Δε θέλει «να σου δείξει». Θέλει «να νιώσεις». Και αυτό απαιτεί σύνδεση. Απαιτεί ώρες που ξεχνάς κι εσύ κάμερες κι οθόνες. Δένεσαι με τα παιδιά, ξέρεις τα ονόματά τους πια, με τι παλεύουν στην τάξη, με ποιους έχουν να δώσουν αγώνες στο σπίτι. Η κάμερα της Σπετ θα βγει κι έξω από το σχολείο. Οσο ακούμε τη φωνή του Μπάκμαν να διδάσκει, θα γλιστρήσει έξω από τα παράθυρα στην κίνηση στους δρόμους. Στην έξοδο των εργοστασίων που σχολάνε οι γονείς. Στον γκρι βιομηχανικό ουρανό. Στα όρια μιας μικρής πόλης που δεν έχει χτιστεί για να στεγάσει το όραμα κανενός.
Πάντα όμως μπορεί να βρεθεί ένας, αρκετά τρελός. Κι αν είσαι τυχερός, θα τον έχεις καθηγητή σου.