H Χάνα Αρεντ, Εβραία Γερμανίδα φιλόσοφος (αν και αυτό τον όρο τον είχε απορρίψει καθώς ασχολείται με τις απόψεις του «εγώ» ανάμεσα στο «εμείς») και πολιτική επιστήμονας (το οποίο προτιμά γιατί στοχάζεται πάνω στο «εμείς») έμεινε στην Ιστορία ως η γυναίκα που άλλαξε τον τρόπο που σκεφτόμαστε, κρίνουμε και τελικά αντιμετωπίζουμε το «κακό». Η θεωρία της για την «κοινοτυπία του κακού» υποστηρίζει ότι η στερεότυπη κοινωνική άποψη ότι τα εγκλήματα στην καθημερινότητα ή την Ιστορία γίνονται από σατανικά, διεστραμμένα μυαλά είναι λανθασμένη – και ίσως επικίνδυνη, καθώς ποτέ δεν μας επιτρέπει να ξεριζώσουμε τα πραγματικά αίτια. Σύμφωνα με την Αρεντ, το κακό πολλές φορές γεννιέται μέσα από την αδράνεια του ανθρώπου. Από την πειθαρχία και την μη αμφισβήτηση του πολίτη απέναντι στο σύστημα. Ο ναζισμός, για παράδειγμα, γεννήθηκε ενδυναμώθηκε και επικράτησε μέσα από μία αλυσίδα ανθρώπων που δεν μοιραζόντουσαν το πάθος, το σαδισμό, ούτε καν το στόχο, του Χίτλερ. Κοινότυποι, μέσοι άνθρωποι υπάκουσαν σε διαταγές: σε μία γραφειοκρατική διαδικασία που τους κρατούσε σε πειθήνια εγρήγορση και για αυτό δεν αμφισβήτησαν ποτέ την ανίερη αποστολή τους.

Στην ταινία της, σπουδαίας μορφής για το γερμανικό σινεμά, Μαργκαρέτα Φον Τρότα («Η Χαμένη Τιμή της Καταρίνας Μπλουμ», «Rosa Luxemburg»), συναντάμε την Αρεντ στην Νέα Υόρκη, όπου διαμένει με τον σύζυγό της (και μαρξιστή καθηγητή της) Χάινριχ Μπλίχερ δύο δεκαετίες μετά την απόδρασή τους από τα στρατόπεδα των Εβραίων το 1941. Καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο, γοητεύει τους μαθητές της με την ανατρεπτική σκέψη, τη βαριά προφορά, τα τσιγάρα της. Για την Αρεντ η Νέα Υόρκη είναι «ο παράδεισος» - δεν της έσωσε απλά της ζωή, αλλά της προσέφερε και τον τρόπο ζωής που αγαπά: το κατάλληλο ακαδημαϊκό περιβάλλον, ανάμεσα σε φίλους φιλοσόφους και καθηγητές που κατέφυγαν εκεί για τους ίδιους λόγους, για να τεστάρει συνεχώς και να εξελίσσει τις ιδέες της.

Η πρόκληση έρχεται το 1961 όταν το περιοδικό «New Yorker» της αναθέτει να πετάξει στην Ιερουσαλήμ, όπου, 12 χρόνια μετά την ετυμηγορία της Νυρεμβέργης, έχει συλληφθεί από τη Μοσάντ και δικάζεται ο διαβόητος φυγάς εγκληματίας πολέμου Αντολφ Αϊχμαν. Η Αρεντ έγραψε 5 άρθρα στο New Yorker, τα οποία οδήγησαν και στο βιβλίο της «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ: Εκθεση για την Κοινοτοπία του Κακού», όπου υποστήριξε σθεναρά τις μη δημοφιλείς για την εποχή απόψεις της: ήταν η δίκη μία αναγκαία δικαίωση, ή ένα τσίρκο εκδίκησης όπου, ιστορικά, χάναμε το στόχο; «Θέλω να καταλάβω» είναι το δικό της μότο και για αυτό ρωτά όλες τις άβολες ερωτήσεις. Οπως πόσο εξυπηρετεί τελικά να επικεντρωνόμαστε στο «τέρας» (για την Αρεντ, ο εισαγγελέας αγόρευε μπροστά από τον κλεισμένο στο προστατευτικό γυαλί του Αϊχμαν «σαν να ανταγωνιζόντουσαν για τον ίδιο ρόλο σε θεατρικό έργο») επιτρέποντας έτσι στο σύστημα, κάθε φορά, να ξεγλιστρά;

Η Φον Τρότα δικαίως κρατά τα πράγματα απλά κι εμπιστεύεται την εξαιρετική ηθοποιό της Μπάρμπαρα Σούκοβα να μας καθηλώσει. Η φεμινίστρια σκηνοθέτης γνωρίζει πολύ καλά ότι έχει ούτως ή άλλως ένα πολύ δυνατό, γοητευτικό χαρακτήρα στα χέρια της, αλλά και μία πρωταγωνίστρια που (ευτυχώς) δεν αναλώνεται στο αν της μοιάζει φυσιογνωμικά, αλλά εξαφανίζεται κάτω από τη ζεστασιά, το πάθος, το πείσμα και τις αδυναμίες της ηρωίδας της. Η Σούκοβα καπνίζει, σαρκάζει, στοχάζεται τις ιδέες της Αρεντ, με σθένος, τσαγανό και μια αμεσότητα που σε μαγνητίζει, σε κερδίζει. Η αντιπαράθεση μίας τέτοιας ερμηνείας με το αυθεντικό, ντοκιμαντερίστικο υλικό των καταθέσεων του Αϊχμαν αποδεικνύουν χωρίς περιττά το στοχασμό της Αρεντ: η μετριότητά του, η μιζέρια του, τα μικρά του όρια είναι ευδιάκριτα.

Η Φον Τρότα μοιάζει να επιχειρεί την τέλεια αναλογία: αν υπάρχει κοινοτυπία στο κακό, υπάρχει και στο καλό. Για αυτό κρατά χαμηλούς τόνους κι εμμένει να παρατηρεί την ηρωίδα της στη σχέση της με τον σύζυγό της, τους φίλους, τους εκδότες, τη γραφομηχανή της. Η μπαναλιτέ των ρούχων, των γκρι παπουτσιών, του καπνού της είναι εξίσου σημαντική: μία γυναίκα που γεννά καινοτόμο λόγο, δεν είναι απαραίτητα «ηρωίδα». Σ' αυτή τη γήινη προσέγγιση βέβαια οφείλεται και η αδυναμία της ταινίας να απογειώσει αυτή τη βιογραφία. Το αποτέλεσμα μοιάζει περισσότερο με φιλοσοφικό δοκίμιο πάνω σε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, αλλά αυτό δεν το κάνει αυτόματα κι ενδιαφέρον.

Από την άλλη πλευρά όμως, δεν μπορεί να μην περάσει από το μυαλό σου η ιστορική για την Ελλάδα συγκυρία και το πολιτικό πλαίσιο που βλέπεις μία τέτοια ταινία. Κοιτάμε πίσω στη γέννηση του ναζισμού ενώ το παρόν ορθώνεται αξίσου επικίνδυνο. Η Χάνα Αρεντ σε ωθεί να αναλογιστείς πώς μισό εκατομμύριο Ελλήνων ψήφισαν εγκληματίες, χωρίς να συνδέουν τις καθημερινές πράξεις βιαιότητας των εκλεγμένων τους με την προσωπική τους θέση απέναντι στη βία ή σε σύγκρουση με τη χριστιανική (;) τους ηθική. Ή, επίσης, σε προκαλεί να κοιτάξεις κατάματα ένα ανάλογο τσίρκο της δίκης πρώην αξιωματούχων πολιτικών που κάθονται στο σκαμνί για να ξεπλύνουν ένα ολόκληρο διαφθαρμένο σύστημα από τις αμαρτίες του. Αν δεν έχει κανείς την ψύχραιμη ματιά της για να παρακάμψει την μορφή του «τέρατος» και να δει την κοινοτυπία με την οποία το συντηρούμε δε θα φτάσει ποτέ στη ρίζα του κακού. Δε θα κοιτάξει ποτέ γύρω του, ποτέ μέσα του. Πόσο αδιέξοδο. Πόσο βολικό.