Μετά από την κηδεία του Πάπα, συγκαλούνται οι επί της γης Καρδινάλιοι για να επιλέξουν τον νέο Ποντίφικα. Σύμφωνα με την παράδοση, το κονκλάβιο απομονώνεται στην Καπέλα Σιστίνα για την ψηφοφορία, ενώ το πλήθος των πιστών συγκεντρώνεται στην πλατεία του Αγ. Πέτρου περιμένοντας το σημάδι του λευκού καπνού. Η καταμέτρηση των ψήφων αναδεικνύει στο ανώτατο αξίωμα αγιοσύνης τον Γάλλο Καρδινάλιο Μελβίλ και οι απόλυτα ικανοποιημένοι κληρικοί τον συνοδεύουν στο μπαλκόνι από όπου θα χαιρετήσει τον κόσμο και θα αποδεχτεί το ρόλο του Υπατου Ποιμένα. Μόνο που η ανακοίνωση «Εχουμε Πάπα!» συνοδεύεται με ...μία κραυγή! Ο Καρδινάλιος Μελβίλ, σε κρίση πανικού, δε εμφανίζεται ποτέ στο μπαλκόνι, αλλά αντιθέτως τρέχει και κλειδώνεται στα διαμερίσματά του. Το Βατικανό προσπαθώντας να αποφύγει το σκάνδαλο δοκιμάζει τα πάντα. Ακόμα και να επιτρέψει στο άβατό του την είσοδο ενός αγνωστικού ψυχαναλυτή που θα επιχειρήσει να βοηθήσει τον Πάπα σ' αυτή του την κρίση.
Ο δηλωμένα άθεος ιταλός σκηνοθέτης Νάνι Μορέτι διαψεύδει τις προσδοκίες. Δεν επιτίθεται στην Καθολική Εκκλησία, τη θρησκεία, την πίστη. Δε χρησιμοποιεί την βιοτριολική κωμωδία για να πλάσει μία ταινία «expose», ένα εύκολο χτύπημα στην αμφίβολη ιεροσύνη του Βατικανού των σεξουαλικών και οικονομικών σκανδάλων – έτσι όπως αυτά αποκαλύπτονται ολοένα στις εφημερίδες και τις τηλεοράσεις μας. Η διορατική σάτιρα του Μορέτι στοχεύει σε κάτι πιο προφανές, που όμως στην εποχή μας φαντάζει ανήκουστο: την άρνηση της εξουσίας.
Ενας άνθρωπος εκλέγεται στο ανώτατο δυνατό αξίωμα. Θα μπορούσε να είναι η διεύθυνση ενός ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων, ή προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Μορέτι επιλέγει να τον κάνει Καρδινάλιο για να διηγηθεί μία ακόμα πιο οικουμενική ιστορία. Την ιστορία ενός πνευματικού ανθρώπου που πρέπει να συμβιβάσει την τιμή με το βάρος του τίτλου του. Την ιερή του αποστολή με τους ανθρώπινους φόβους του. Την ακλόνητη πίστη του με τα φυσικά του όρια. Την αποδοχή της αγιοσύνης, όσο η ψυχή του λαχταρά ακόμα τα απλά και τα εγκόσμια.
Επιλέγοντας το πιο δύσκολο μονοπάτι ενός σινεμά που εξανθρωπίζει τα σχήματα, αυτό που ακολούθησε ο Στίβεν Φρίαρς στη «Βασίλισσα» και ο Τομ Χούπερ στο «Λόγο του Βασιλιά», ο Μορέτι πλάθει έναν Πάπα που δηλώνει αδύναμος μπροστά στο θρόνο του. Δεν κολακεύεται αυτάρεσκα, έτσι όπως έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε γύρω μας τους απανταχού ηγέτες. Συνειδητοποιεί την ευθύνη, τρομάζει, λυγίζει. Ομολογεί με ειλικρίνεια την ανασφάλειά του.
Η είσοδος του ψυχαναλυτή-Μορέτι στο Βατικανό υπόσχεται μία χρυσή ευκαιρία να συγκρουστεί το συμβόλο του Πάπα με το αιρετικό χιούμορ ενός άθεου μέσου πολίτη. Και δεν μιλάμε για μία φτηνή επίθεση στα ιερά και στα όσια (την οποία άριστα κάνει και αποφεύγει) αλλά για μία κινηματογραφικά φωτογενή καλοστημένη αντιπαράθεση δύο προσωπικοτήτων, έναν πολυαναμενόμενο διάλογο πνεύματος και σάρκας. Ο Μορέτι όμως παίρνει μία περίεργη σεναριακή απόφαση: μετά από τη σύντομη συνάντησή τους, ο σκηνοθέτης χωρίζει τους δύο κεντρικούς του ήρωες. Ο Πάπας το σκάει πανικόβλητος στους δρόμους της Ρώμης, ενώ ο ψυχαναλυτής βρίσκεται έγκλειστος στο Βατικανό, να περιηγείται έναν άγνωστο για αυτόν (κι εμάς) κόσμο τον οποίο αποτυπώνει μέσα από ένα σατιρικό μεν, αλλά σχεδόν τρυφερά κριτικό βλέμμα.
Δεν είναι ότι ο Μορέτι δίνει στους Καρδιναλίους άφεση αμαρτιών. Η αποκαθήλωση των ιερών σχημάτων μέσω της κωμωδίας γίνεται. Ο «ιταλός Γούντι Αλεν» περιπαίζει το πρωτόκολλο, τη γραφειοκρατία, τις ξύλινες, ανούσιες παραδόσεις του παπισμού, τις αστείες ιεροτελεστίες. Παρουσιάζει τους εκπροσώπους της ιεροσύνης με πάθη, αφέλειες, πονηριές. Κρατάει όμως τον τόνο ελαφρύ, κι όχι καταγγελτικό. Προτιμά να ασκήσει την κριτική του συμβολικά, βάζοντας τους «Πρίγκηπες της Εκκλησίας» να παίζουν αγώνες βόλεϊ, παρά μαφιόζικα παιχνίδια εξουσίας.
Ταυτόχρονα εμπιστεύεται τον κεντρικό του ήρωα. Ο 85χρονος μύθος του ευρωπαϊκού σινεμά Μισέλ Πικολί ερμηνεύει τον Πάπα του με σπαραχτική αθωότητα. Χαμένος στους δρόμους της Ρώμης δεν είναι μόνο ένας γέροντας, αλλά κι ένα πανικοβλημένο παιδί που κάποτε είχε όνειρα να παίξει στο σανίδι και σήμερα μοιάζει να ξύπνησε πρωταγωνιστής ενός θεάτρου του παραλόγου. Ανάμεσα στο ποιμνίο του, σε καφέ και λεωφορεία, ο Ποντίφικας του Πικολί μοιάζει με χαμένο αμνό με τον οποίο ταυτίζεσαι, αν και δεν έχεις τίποτα κοινό.
Κι αυτό ίσως να είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα του Μορέτι και μία πολιτική δήλωση επίσης. Γιατί αυτή η ταινία είναι τόσο για τον (θε)άνθρωπο στο μπαλκόνι του Βατικανού, όσο και για κάθε έναν από εμάς που κοιτάμε από κάτω. Τι θα γινόταν αν ... δεν είχαμε Πάπα; Αν οι άνθρωποι της εξουσίας κατέβαιναν στις πλατείες, δίπλα μας, ομολογώντας ανικανότητα; Αν συνειδητοποιούσαμε ότι όχι δεν είμαστε όλοι γεννημένοι ηγέτες, παρά τα προστάγματα της εποχής; Πώς θα τοποθετούσαμε τον εαυτό μας, τις ευθύνες μας, απέναντι σε μια τέτοια πραγματικότητα;
Εχουμε αναρωτηθεί τι θα κάναμε χωρίς βαρβάρους. Αλλά τι θα κάναμε χωρίς Συγκλητικούς;