Μεγάλη Βρετανία, 1880 κι ο ιατρός Μόρτιμερ Γκράνβιλ, στην προσπάθειά του να επιβάλλει τους νεωτερισμούς της εποχής, όπως τη… σωματική καθαριότητα, δεν μπορεί να σταυρώσει δουλειά. Οι προσπάθειές του θα τον οδηγήσουν στο ιατρείο του Ρόμπερτ Ντάλριμπλ, ο οποίο ασχολείται με την ίαση της Γυναικείας Υστερίας, μιας «πάθησης» που στην ουσία συγκεντρώνει τη νευρικότητα και την κατάθλιψη των εύπορων κυριών που δεν έχουν με τι ν’ ασχοληθούν και που δεν ικανοποιούνται από τους συζύγους τους. Η θεραπεία που προτείνει ο Δρ. Ντάλριμπλ και στην οποία θα ειδικευτεί ο Μόρτιμερ, είναι… ρυθμικές μαλάξεις με το χέρι του γιατρού, στην ευαίσθητη περιοχή της ασθενούς. Ωσπου η μέθοδος αυτή, με τη βοήθεια του κηδεμόνα του Μόρτιμερ, του αριστοκράτη Εντμουντ Σίντζον Σμάιθ, θα γίνει μηχανοκίνητη! Η συνεργασία του Μόρτιμερ με τον Δρ. Ντάλριμπλ θα φέρει τον νεαρό γιατρό σε επαφή με τις δυο κόρες του επιστήμονα, την καθώς πρέπει, αγγελική Εμιλι και την ατίθαση σουφραζέτα Σάρλοτ – φαίνεται ότι ο Μόρτιμερ θα χρειαστεί να διαλέξει πλευρά, στον έρωτα και στην κοσμοθεωρία του!
Στο Λονδίνο της Βασίλισσας Βικτώριας, με τους δρόμους γεμάτους από τις ακαθαρσίες των αλόγων που σέρνουν τις άμαξες της μέσης και της ανώτερης αστικής τάξης, λίγο πιο πέρα από τους καπνοδοχοκαθαριστές του Κάρολου Ντίκενς, η γυναικεία φύση γνωρίζει μια επανάσταση: το δικαίωμα στην αυτάρκεια!
Εχοντας στα χέρια της αυτήν την πικάντικη αλλά και με πολιτικό υπόβαθρο ιστορία, η Αμερικανίδα σκηνοθέτης Τάνια Γουέξλερ καταλήγει με μια απλοϊκή, ευχάριστη φαρσοκωμωδία. Μπορεί οι ίδιοι οι ήρωές της να αυτοχαρακτηρίζονται ως «supremely British», αλλά κάθε στοιχείο του σεναρίου, του παιξίματος των ηθοποιών και της σκηνοθεσίας έχει μια επί τούτου επίφαση φλέγματος, μια επιτήδευση που κλέβει κάτι από τη χάρη του θέματός της.
Η ταυτότητα των Βρετανών της εποχής, ως συντηρητικοί ηθικολόγοι που ψάχνουν απελπισμένα για μια θεωρία να επικυρώσει τα αχαλίνωτα ένστικτά τους, αποτυπώνεται πετυχημένα, μαζί κι ένα καυστικό σχόλιο στην ευπαθή τάξη των αργόσχολων, του τότε αλλά και του τώρα. Μεγάλο μέρος από τα κωμικά gags επαφίεται στην επίμονη παρουσίαση εφευρέσεων ή ιδεών που τότε έμοιαζαν πρωτοποριακές, ενώ τώρα είναι απόλυτα δεδομένες, όπως το τηλέφωνο, το ηλεκτρικό στο σπίτι, το πλύσιμο των χεριών ή… ο οργασμός.
Απλώς η ταινία ποτέ δεν ξεπερνά τη γραφική αντιμετώπιση των Βρετανών, ή της ταινίας εποχής, από μια Αμερικανίδα σκηνοθέτη: αν εξαιρέσεις το τσαχπίνικο θέμα, το φιλμ δεν είναι παρά μια εξιδανικευμένη, συνηθισμένη ρομαντική κομεντί, χωρίς το φλογερό ταμπεραμέντο του θέματος της.
Οι πρωταγωνιστές παίζουν ανενόχλητοι μπάλα, ο Χιου Ντάνσι με ακαταμάχητη αμηχανία, η Μάγκι Γκίλενχαλ με φιλότιμη προσπάθεια και μια δόση υπερβολής, ο Τζόναθαν Πράις δίνοντας ατμόσφαιρα στο κάθε του πλάνο παρά το σχηματικό ρόλο του και ο Ρούπερτ Εβερετ με την πάντα καλοδεχούμενη, φανταχτερή πληθωρικότητα και το σκωπτικό sex appeal του, παρότι στο πρόσωπό του κάτι μοιάζει να έχει πάει πολύ στραβά τα τελευταία χρόνια.
Πιστότητα στην εποχή, καλές ερμηνείες, πικάντικο θέμα, σχηματική απόδοση, καλοπροαίρετη αφέλεια, σε μια ανάλαφρη κωμωδία που χρειαζόταν έναν δυναμικότερο εμπνευστή για να… ολοκληρώσει.