Η Ερικα είναι καθηγήτρια πιάνου. Η καριέρα της ως αρωγός ταλέντων υποδεικνύει τη δική της αποτυχία: στην παραδοσιακά ανδροκρατούμενη μουσική σκηνή της χώρας της, εκείνη παραμένει κάτω από τη σκηνή ως καλοκουρδισμένο όργανο εκμάθησης και όχι ως σολίστας. Αν και άνω των σαράντα, ζει με τη μητέρα της, μία αυταρχική φιγούρα με το σβησμένο βλέμμα του ανθρώπου που θα εκδικηθεί για την ανούσια ύπαρξή του, μην επιτρέποντας σε κανέναν άλλο να ζήσει. Η αρρωστημένη αλληλλοεξάρτησή τους αποτελεί σημείο αναφοράς για την Ερικα. Οταν ένας νεαρός μαθητής της τής εξομολογείται τον έρωτά του, εκείνη τον πλησιάζει με τον μόνο τρόπο που ξέρει: τον σωματικό και ψυχικό πόνο.
Οπως όλες οι ταινίες του Μίκαελ Χάνεκε και «Η Δασκάλα του Πιάνου» εξετάζει τη βία. Παρόλο που ο ίδιος ο Αυστριακός σκηνοθέτης δεν το παραδέχεται ποτέ ανοιχτά, ο κινηματογραφικός του φακός έχει εδώ και χρόνια αναλάβει το ρόλο κοινωνικού, πολιτικού, ιστορικού ανατόμου που εστιάζει στα τραύματα του «εκπολιτισμένου» ανθρώπου και τα αποτυπώνει σε φιλμ.
Αυτή τη φορά η βία δεν προσωποποιείται από νεαρούς νεοναζί που εισβάλουν σε αστικά σπίτια και αιματοκυλούν την μπουρζουαζία, κάποιον άγνωστο κώδικα που μας απομονώνει στα κελιά των πολυκατοικιών μας, το σκουπισμένο κάτω από το χαλάκι ιστορικό παρελθόν μιας χώρας ή την εκφυλιστική αρρώστια, το χρόνο και το θάνατο που παραμονεύουν για να μας χωρίσουν από όσους αγαπάμε.
Εδώ η βία γεννιέται από την μήτρα και τρυπώνει μέσα από έναν αρρωστημένο ομφάλιο λώρο, ο οποίος παρέχει φροντίδα, φαγητό και οξυγόνο ταυτόχρονα με κακοποίηση, καταπίεση, ψυχική συρρίκνωση, εξευτελισμό. Πώς μπορεί κανείς να μην συντηρεί το φαύλο κύκλο βίας μέσα του όταν αυτή έχει περάσει κάτω από το δέρμα του, μέσα στο DNA του, έχει διεισδύσει στα άδυτα του υποσυνείδητού του από τη φιγούρα που του μαθαίνει πρώτη το καλό από το κακό; Πώς να μην την μπερδεύει, να μην την συγχέει και να μην την απαιτεί να συνοδεύει την ίδια την αγάπη; Την επιθυμία; Το συναίσθημα;
Η Ερικα από αυτή την οικογενειακή καταπίεση μαθαίνει τον τρόπο που της αξίζει να την αγαπούν, και τον επαναλαμαβάνει: μέσα από την απόρριψη και την τιμωρία κοινωνικοποιεί και το δικό της «μητρικό» ρόλο ως δασκάλα. Το ωμό ένστικτο την οδηγεί να εκτονώσει την ανάγκη της να αγαπηθεί μέσω της σεξουαλικότητάς της, όπου όμως και εκεί η αυτοκαταστροφή δίνει την ψευδαίσθηση αυτοκυριαρχίας.
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ, ίσως στον καλύτερο ρόλο της τολμηρής καριέρας της, ερμηνεύει την Ερικα με τέτοια παγερή αυτοσυγκράτηση και τόσο σπαραχτική ορμή που είναι σχεδόν επώδυνο να κοιτάς την οθόνη. Ο Μπενουά Μαζιμέλ ακροβατεί το τεντωμένο σκοινί που απαιτείται με αυτοθυσία. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας όμως είναι ο ίδιος ο Χάνεκε.
Πατώντας πάνω στα επικίνδυνα χνάρια που χαράζει το ομώνυμο βιβλίο της Ελφρίντε Γέλινεκ, ο οσκαρικός πλέον σκηνοθέτης πλησιάζει την «μπεργκμανική» ηρωίδα του σχεδόν πατρικά. Με αυστηρότητα, καθαρό βλέμμα, αλλά και αστείρευτη συμπάθεια. Αυτό χάνουν όσοι τον θεωρούν μισάνθρωπο. Οτι συμπάσχει και ο ίδιος με την αποτυχία της φύσης του, ότι είναι κι εκείνος μέρος της πληγής που τόσο ωμά, και, συνάμα, τόσο οικεία αποτυπώνει στο σελιλόιντ.
Αυτό είναι το στοίχημα. Εκεί δοκιμάζεται η αλήθεια μιας ταινίας - όσο επώδυνη κι αν είναι. Τότε μόνο η βία λειτουργεί ως καθαρτήρια λύτρωση από μουδιασμένες ουδετερότητες. Ως γνώριμη, οικουμενική απόγνωση. Ως βουβή κραυγή που αντανακλάται από τη μηχανή προβολής στο τεντωμένο πανί σε όποιον αντέχει να κρατήσει τα μάτια ανοιχτά.