Εχουν περάσει πολλά χρόνια από τις μέρες που ο Ατόμ Εγκογιάν στέφθηκε σκηνοθέτης θαύμα όχι μόνο του καναδικού μα και του παγκόσμιου σινεμά, με ταινίες όπως το «The Adjuster» ή το «Exotica». Κι αν από τότε μέχρι σήμερα εξακολουθεί να απολαμβάνει την αγάπη των μεγαλύτερων φεστιβάλ του κόσμου, οι ταινίες του δεν έχουν πλέον ούτε τη δυναμη ούτε τη φρεσκάδα της πρώιμης δουλειάς του. Η καινούργια του ταινία είναι ένα (λίγο παραβρασμένο) ψυχολογικό δράμα με μια πρέζα θρίλερ, για τη σχέση ενός πατέρα με την κόρη του και για τις αμαρτίες του παρελθόντος τους.

Με κάποιον τρόπο εν τούτοις και μετά από μια σειρά αδιάφορες προσπάθειες, το «Guest of Honour» μοιάζει σαν μια επιστροφή σε μια καλύτερη φόρμα, καθώς και μια επιβεβαίωση μερικών από τις μόνιμες θεματικές του, όπως τους παράδοξους και μερικές φορές εξαιρετικά δαιδαλώδεις δεσμούς της οικογένειας ή της εμμονής του με την εικόνα και την καταγραφή της, ως αντίβαρο στη ρευστή ποιότητα της μνήμης.

Ο Ντέιβιντ Θιούλις -σε μια ερμηνεία που απέχει πολύ απ΄όλους τους συμπρωταγωνιστές του, φανερώνοντας τις αδυναμίες των ίδιων και των ρόλων τους- υποδύεται τον Τζιμ, έναν ελεγκτή εστιατορίων που περνά τις μέρες του εξετάζοντας κουζίνες και αίθουσες, δίνοντάς τους τον κατάλληλο βαθμό για την καθαριότητα και την υγιεινή τους. Η κόρη του, Βερόνικα, μια δασκάλα μουσικής, είναι στη φυλακή για μια φάρσα που έκανε μαζί με έναν ανήλικο μαθητή της και η οποία ξέφυγε από τον έλεγχό τους, καταδικάζοντάς την. Μόνο που η ίδια μοιάζει να βρίσκεται εκεί θέλοντας να εκπληρώσει το μέγιστο της ποινής της, ζητώντας τιμωρία για ένα άλλο έγκλημα του παρελθόντος της.

Ο χρόνος είναι απολύτως σχετικός στο φιλμ του Εγκογιάν, κι όλα αυτά ξετυλίγονται μέσα από την αφήγηση της Βερόνικα σε έναν ιερέα που θα τελέσει την κηδεία του νεκρού πλέον πατέρα της. Ο λόγος που εκείνος διάλεξε τη συγκεκριμένη εκκλησία θα αποκαλυφθεί στη διάρκεια του φιλμ, όπως και μια σειρά από μυστικά και στοιχεία για το τι ακριβώς κρύβει το παρελθόν τους, για τα όσα πίστευαν ότι είναι αλήθεια, για τα όσα έκρυβαν ο ένας από τον άλλον.

Ο Εγκογιάν συνθέτει την αποκάλυψη της συνολικής εικόνας της ιστορίας του σαν ένα παζλ στο χρόνο αλλά είναι σαφές ότι κάποια κομμάτια του μοιάζουν να στριμώχνονται μάλλον άβολα στη θέση τους, φωτογραφημένα και παιγμένα με λίγο πιο βαρύγδουπο και πομπώδη τρόπο απ΄όσο θα έπρεπε, ενώ άλλα δεν δείχνουν καν να ταιριάζουν πριν το τέλος, όταν (με έναν ελαφρώς βεβιασμένο τρόπο) όλα θα εξηγηθούν.

Ακόμη κι έτσι όμως και παρ’ ότι το φιλμ δεν κατορθώνει να βρει ποτέ τον συναισθηματικό αντίκτυπο στον οποίο στοχεύει, το αίνιγμα της σχέσης του Τζιμ και της Βερόνικα και της αλήθειας πίσω απ΄όσα ο καθένας θυμάται από το παρελθόν, ή φαντάζεται για το παρόν, κρύβει αρκετή γοητεία και μυστήριο για να κρατήσει το ενδιαφέρον ως το τέλος και να μας θυμίσει γιατί κάποτε αγαπήσαμε τόσο πολύ το σινεμά του Ατόμ Εγκογιάν.