[προσοχή: Το παρακάτω κείμενο δεν αποκαλύπτει σημαντικά τμήματα της πλοκής που έχουν νόημα για την αφήγηση της ταινίας, ωστόσο για τις ανάγκες της κριτικής ενδέχεται να χαλάσει εκπλήξεις για όποιον θεατή θέλει να δει την ταινία χωρίς να γνωρίζει τίποτα, γι' αυτό και προτείνουμε να διαβάσετε το κείμενο αφού έχετε δει την ταινία.]

Το «Οι Δολοφόνοι του Γκόγια» είναι ελαφρώς παραπλανητικό ήδη από τον ελληνικό του τίτλο, αφού εδώ δεν μιλάμε για μια «ιστορική» ταινία, πόσο μάλλον για μια διαστρέβλωση της Ιστορίας, αφού ο Φρανθίσκο Γκόγια ουδέποτε δολοφονήθηκε, εκτός αν συμπεριλάβουμε τις φορές που προσπάθησαν να τον μιμηθούν ή να τον κοπιάρουν - αποτυχημένα φυσικά - αφήνοντας τον ξανά και ξανά μόνο και μοναχικό ως έναν από τους μεγάλους, τους σπουδαιότερους της Ισπανίας αλλά και μεγαλύτερους ανάμεσα σε όλους τους μοντέρνων της ιστορίας της τέχνης.

Οι περί ου ο λόγος «δολοφόνοι» δεν είναι παρά ένας η περισσότεροι λάτρεις του, που, πατώντας πάνω στα διάσημα «Καπρίτσια» του, δολοφονούν τον ένα πίσω από τον άλλο διάσημους συλλέκτες που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο έχουν στην κατοχή τους ένα ή περισσότερα - αυθεντικά ή μη - από τα 80 (αντιστρόφως ανάλογα σε σημασία με το μέγεθος τους) χαρακτικά που ο Γκόγια έφτιαξε για να απεικονίσει, όπως έλεγε ο ίδιος, «τις αμέτρητες ιδιορρυθμίες και ανοησίες που υπάρχουν σε κάθε πολιτισμένη κοινωνία, και τις κοινές προκαταλήψεις και τις παραπλανητικές πρακτικές που τα έθιμα, η αμάθεια, ή η ιδιοτέλεια τις έχουν καταστήσει συνήθεις».

Οι φόνοι είναι περίτεχνοι, η λογική του αστυνομικού θρίλερ ακολουθεί το «Se7en» (η αναφορά στην ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ ως η πιο γνωστή στο κλισέ των δολοφόνων που αντιγράφουν «έργα τέχνης» ή θέματα από την ιστορία της ζωγραφικής, της μυθολογίας, του θρύλου…) και το μυστήριο ξεκινά, ιδωμένο εδώ από την πλευρά της αστυνομίας, αφού ο Χεράρδο Χερέρο - πιο γνωστός ως παραγωγός τεράστιων επιτυχίων του ισπανικού και λατινοαμερικάνικου σινεμά, όπως το «Μυστικό Στα Μάτια της» - επιλέγει να μην ασχοληθεί με το έγκλημα, το δολοφόνο/ους, δυστυχώς ούτε με την κοινωνιολογικο-πολιτική αναφορά που από μόνη της αναδύεται μέσα από τα «Καπρίτσια» του Γκόγια, αλλά με όσα αυτοί οι φόνοι προκαλούν στις ζωές των δύο ηρωίδων του.

Αυτές είναι η Κάρμεν, μια σκληροτράχηλη, κυνική, αλκοολική και αντικοινωνική αστυνομικός που παθιάζεται με κάθε νέα υπόθεση, μια γυναίκα που χρησιμοποιεί το σεξ ως επίδειξη δύναμης έχοντας αποκλείσει κάθε υπόνοια συναισθήματος από τη ζωή της. Στο πλευρό της, τοποθετούν, χωρίς τη θέληση της, την Εύα, μια νεοσύλλεκτη αστυνομικό, μια νέα μητέρα ενός βρέφους που διαχωρίζει τη ζωή στην υπηρεσία και αυτή στο σπίτι της, μια γυναίκα που πιστεύει στο καλό και είναι σίγουρη πως μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Η «σύγκρουσή» τους θα είναι μετωπική, κεντρική μέσα στο φιλμ του Χερέρο, και αυτή που θα οδηγήσει στη λύση του μυστηρίου, καθώς οι δύο γυναίκες γνωρίζονται, συμφιλιώνονται, ανταλλάσσοντας εμπειρίες, σοφία μέχρι και ρόλους προκειμένου να βρουν τον δολοφόνο.

Τι κρίμα που μια υπέροχη ηθοποιός και γυναίκα όπως η Μαριμπέλ Βερντού (του «Θέλω και τη Μαμά Σου») αναγκάζεται να υποδυθεί τόσο μονοδιάστατα ένα τόσο απλοϊκά γραμμένο χαρακτήρα που αντί να δίνει ώθηση στο σασπένς, βυθίζει την ταινία σε μια «χάρτινη» δήθεν φεμινιστική απεικόνιση των διαφορετικών πτυχών της ζωής μιας σύγχρονης γυναίκας που κουβαλάει με θάρρος τα τραύματα, τις απώλειες, τη μοναξιά και τη ματαιότητα πως βυθισμένη σε ένα κόσμο εγκλήματος δεν θα αναθεωρήσει για την πιθανότητα ευτυχίας σε αυτή τη ζωή. Τι κρίμα που ολόκληρη η ταινία μένει αγκιστρωμένη πάνω στις υπογραμμισμένες με κάθε πιθανό τρόπο αντιθέσεις των δύο γυναικών, χάνοντας από νωρίς κάθε ενδιαφέρον για τα αποτρόπαια εγκλήματα που διαπράττονται, προκειμένου να ολοκληρωθεί - ώρα μετά - με ένα από τα πιο άδοξα, πραγματικά αψυχολόγητα φινάλε πρωταγωνίστριας που είδαμε στο σινεμά εδώ και χρόνια και μια λύση του αστυνομικού μυστηρίου που πραγματικά δεν ακουμπάει πάνω σε καμία αγωνία ή σε κάποιο στοιχείο που ενδυναμώνει την εμπλοκή του θεατή.

Σαν ένα μετριότατο επεισόδιο μιας τηλεοπτικής ανθολογίας, το φιλμ του Χερέρο, κερδίζει από την κεκτημένη ταχύτητα του «ισπανικού θρίλερ» και μιας αξιοπρεπούς παραγωγής, αλλά παρά τις αρχικές υποσχέσεις του αποτυγχάνει σε όλους τους τομείς που επιχειρεί να αναπτύξει την κινηματογραφική του «τέχνη». Υπό αυτό το πρίσμα το να παραπλανεί ελαφρώς ο ελληνικός τίτλος περί… δολοφόνων του Γκόγια, ίσως είναι και η μοναδική ευφάνταστη ασυνείδητη επιτυχία του.