«Δε με αγγίζει το θέμα».
«Τι σχέση έχει, βρε παιδιά; Ο ναζισμός είναι για την Γερμανία. Ο εθνικισμός είναι για την Ελλάδα».
«Νεοναζί σημαίνει εθνικισμός στην Γερμανία.»
Τρεις διαφορετικές απαντήσεις, τρεις διαφορετικές αντιδράσεις – απάθεια, αγανάκτηση, εκνευρισμός – στην ίδια ερώτηση. Δε χρειάζεται να περάσουν παρά μερικά δευτερόλεπτα για να αποκαλυφθεί ότι στο ντοκιμαντέρ του Νορβηγού Χόβαρντ Μπούστνες για τα «Κορίτσια της Χρυσής Αυγής», των γυναικών δηλαδή της οργάνωσης που βρέθηκαν ξαφνικά στο προσκήνιο όταν τα υψηλόβαθμα μέλη της βρέθηκαν στη φυλακή, οι αντιφάσεις και τα παιχνίδια με τις λέξεις είναι σχεδόν η κινητήρια δύναμη ολόκληρου του project.
Κάποια στιγμή μάλιστα, ο Μπούστνες τοποθετεί τα «κορίτσια» του σε μια γραφική ταβέρνα, πάνω σε μια κλασική ελληνική παραλία, σαν να προσπαθεί να γκρεμίσει ακόμα και την πιο διάσημη στερεοτυπική ελληνική εικόνα, προσπαθώντας απλά να καταλάβει τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό αυτών των γυναικών και να αποσπάσει τα, έστω σε κάποιο βαθμό, ειλικρινά σχόλιά τους για τα γεγονότα. «Αυτή είναι η τελευταία φορά που μιλάμε για το παρελθόν» τον προειδοποιούν.
Ωστόσο ο ίδιος επιμένει. Του είναι αδύνατο να καταλάβει πώς, κατά τα δικά του λόγια, η χώρα που γέννησε την Δημοκρατία μπορεί να οδηγείται σε μια τέτοια ανησυχητική κατεύθυνση. Η απορία του δεν είναι μια απλή επίφαση για την δημιουργία του ντοκιμαντέρ. Η προσπάθειά του να βγάλει έστω και μια λογική συστοιχία από τις δηλώνεις που αποτυπώνει on camera είναι πραγματικά αγωνιώδης, συγκινητική και, εν τέλει, μάλλον κωμική.
Γιατί ο Μπούστνες στην προσπάθειά του να οδηγηθεί σε μια κάποια αλήθεια πίσω από τις μάσκες, στήνει τα «Κορίτσια της Χρυσής Αυγής» σαν πρωταγωνίστριες σε μια κωμωδία παρεξηγήσεων, όπου οι υπεκφυγές, οι υπερβολικές αντιδράσεις και τα λεκτικά παιχνιδίσματα είναι μέρος ενός καλοκουρδισμένου σεναρίου που προβάλλει συνεχώς άμυνες απέναντι σε μια ανομολόγητη – παρά τις πιέσεις – πολιτική σκέψη. Κατά στιγμές, ούτε ο ίδιος μπορεί να συνειδητοποιήσει το λογικό παράδοξο όσων κινηματογραφεί. Στην ουσία, δεν είναι απλά ένας παρατηρητής ή σχολιαστής αλλά ένας ακόμη πρωταγωνιστής στην ιστορία, ο αντιπρόσωπος όλων εκείνων που προσπαθούν με ψυχραιμία να τοποθετήσουν σε λογικό πλαίσιο ένα σύνολο αντιφατικών δηλώσεων.
Πρωταγωνίστριες του ντοκιμαντέρ είναι η Τζένη, σύζυγος του Γιώργου Γερμενή, η Δάφνη, μητέρα του Παναγιώτη Ηλιόπουλου και η Ουρανία, κόρη του Νίκου Μιχαλολιάκου και αρχηγού της Χρυσής Αυγής, «μοναδικού αρχηγού» όπως αποφασίζει να τονίσει η ίδια στον Μπούστνες, όταν εκείνος ατυχώς αναφέρει στην κουβέντα την ιδιότητα «δεύτερος αρχηγός». Οι τρεις τους αποτελούν ένα σύνολο γυναικών που φαινομενικά φιλοδοξεί να αποδείξει πως τα υψηλόβαθμα στελέχη της Χρυσής Αυγής είναι «κανονικοί άνθρωποι με οικογένειες», πέρα από τις «αβάσιμες κατηγορίες» και τον πόλεμο που τους έχουν κηρύξει όλοι επειδή «φοβούνται το έργο τους».
«Συγγνώμη αν σας χαλάμε τον μύθο» δηλώνει με φτιαχτή αφέλεια η Ουρανία Μιχαλολιάκου, όσο επιδεικνύει τη συλλογή της με ταινίες της Disney, τον αγαπημένο της «Μικρό Πρίγκιπα», την γωνία με τα επιτραπέζια παιχνίδια της, την αγάπη της για τα αδέσποτα σκυλιά, το «Πέραν του Καλού και του Κακού» του Νίτσε που ξεχωρίζει στη βιβλιοθήκη της. Ο Μπούστνες μέχρι το τέλος προσπαθεί επίμονα να σπάσει αυτό το προσωπείο, να αποσπάσει έστω και μία αληθινή δήλωση, να αποτυπώσει έστω και κάτι που θα του δώσει ελπίδα. Αυτό που λαμβάνει όμως ως απάντηση όταν δείχνει στην Ουρανία μια φωτογραφία του πατέρα της χαιρετώντας ναζιστικά είναι ένα «είναι αξιολάτρευτος».
Αυτή η αγωνιώδης αναζήτηση του Μπούστνες για την συναισθηματική αλήθεια είναι και η πραγματική δύναμη του φιλμ. Ο ίδιος δεν γνωρίζει για τα γεγονότα κάτι περισσότερο από όσα έχουν γίνει ήδη γνωστά από τα μέσα ενημέρωσης, ούτε προχωρά σε τρανταχτές αποκαλύψεις για τη δομή της Χρυσής Αυγής. Όμως το συνεχές κυνήγι των αντιφάσεων και η ελπίδα της αλλαγής προσφέρει όντως μια φρέσκια ματιά σε κάτι που, στην ελληνική πραγματικότητα, δεν μπορεί πια καν να αμφισβητηθεί, ειδικά μέσα στο ευρύτερο πανευρωπαϊκό πλαίσιο της ανόδου της ακροδεξιάς.
Οταν τα αγαπημένα τους πρόσωπα φυλακίζονται και οι γυναίκες της Χρυσής Αυγής έρχονται στο προσκήνιο, ο Μπούστνες αναρωτιέται πως αυτό πρόκειται να της αλλάξει. Τις βλέπει να κινητοποιούνται, να αποκτούν πρωτοβουλίες, να εκπέμπουν δυναμισμό. Η συζητήσεις περί Εβραίων και ένοχων κυβερνήσεων γίνονται πλέον συζητήσεις για παγκόσμιες συνωμοσίες, πολέμους και μάρτυρες. Ωστόσο οι αντιφάσεις είναι ακόμα εκεί. Η συνομιλία της Δάφνης Ηλιοπούλου, όπου προσπαθεί να πείσει έναν ταξιτζή ότι οι φωτογραφίες και τα βίντεο του Ηλία Κασιδιάρη που τον δείχνουν να οπλοφορεί είναι φτιαχτές, συνοδεύεται από μια ματιά στο σπίτι της όπου η ίδια ξεσκονίζει ευλαβικά τα όπλα του γιου της.
Ολο αυτό προκαλεί περιέργεια αλλά και θαυμασμό για την δημιουργία του. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πώς ο Μπούστνες κατάφερε να κοιτάξει πίσω από τις κλειστές πόρτες και να αποσπάσει τις καθημερινές αυτές στιγμές από τις «ηρωίδες» του. «Δεν πιστεύω να παίξει σε καμία ΕΡΤ;» προειδοποιεί κάποια στιγμή την Τζένη Γερμενή ένα μέλος της Χρυσής Αυγής. «Φυσικά και όχι, είναι Νορβηγοί!» ανταπαντά εκείνη.
Τελικά, αυτές οι μικρές λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά, όσο κι αν ο Μπούστνες προσπαθεί να εντυπωσιάσει με τις καταγεγραμμένες ενέργειες των μελών της Χρυσής Αυγής που τους οδήγησαν στη φυλακή. Αυτές οι πράξεις είναι πλέον ούτε λίγο ούτε πολύ γνωστές, όμως η αθέατη δυναμική ανάμεσα στα γυναικεία μέλη της οργάνωσης είναι που αποκαλύπτει μια ακόμα πιο τρομακτική αλήθεια, ειδικά όταν η δύναμη επανέρχεται στα χέρια των αποφυλακισμένων πλέον υψηλόβαθμων στελεχών. Στην ουσία, τίποτα δεν είχε πραγματικά αλλάξει ποτέ.
Ο ίδιος ο Μπούστνες δηλώνει στο τέλος πως είναι ουμανιστής και πως πιστεύει στο καλό των ανθρώπων. Ομως ακόμα και εκείνος παραδίδεται στην επιμονή της Ουρανίας Μιχαλολιάκου να σκηνοθετεί η ίδια τον εαυτό της, αποκαλύπτοντας κάθε φορά την όψη που επιθυμεί ή κρίνει κατάλληλο πως πρέπει να εμφανιστεί. Ο Μπούστνες μέχρι το τέλος παραμένει ένας outsider που αδυνατεί να καταλάβει. Ισως να ένιωθε καλύτερα αν μάθαινε πως σε αυτό, δεν είναι μόνος.