Οταν ο τρελός Λέον, θετός γιός του Μίκι σκοτώνεται σε ένα εργατικό «ατύχημα», κανείς από την εργατική τάξη της γειτονιάς του God’s Pocket δεν στενοχωριέται που λείπει. Ο Μίκι προσπαθεί μαζί με τη σωρό να θάψει και τα άσχημα νέα, αλλά όταν η μητέρα του αγοριού ζητάει την αλήθεια και ένας τοπικός ρεπόρτερ αρχίζει να ψάχνει τριγύρω, ο Μίκι βρίσκεται κολλημένος σε έναν σκοτεινά κωμικό αγώνα ζωής και θανάτου ανάμεσα σε ένα σώμα που δεν μπορεί να θάψει, μια γυναίκα δεν μπορεί να ικανοποιήσει και ένα χρέος που δεν μπορεί να πληρώσει.
Υπάρχει μια σκηνή προς το τέλος του σκηνοθετικού ντεμπούτου του Τζον Σλέιτερι (ο υπέροχος Ρότζερ Στέρλινγκ του «Mad Men») που συνοψίζει ακριβώς τι είναι το «God’s Pocket» εκτός από ακόμη μια ταινία από αυτές που έκαναν την πρεμιέρα τους μετά το θάνατο του Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν και ωφελήθηκαν (άθελά τους) από αυτόν.
Με την κάμερα στο πρόσωπο του Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν να μαθαίνει ένα μυστικό για τη συζυγό του και σκηνικό το μπαρ όπου συχνάζουν όλοι οι κάτοικοι αυτής της ιδιόρρυθμης – γεμάτης Ιταλούς και Ιρλανδούς εργάτες και μικροκακοποιούς – γειτονιάς στην αφανή πλευρά της Φιλαδέλφια, ο μπάρμαν αναφωνεί «τελευταίος γύρος» για να συναντήσει την αντίδραση των θαμώνων και ανάβει τα φώτα. Το πρόσωπο του Χόφμαν δεν αλλάζει έκφραση, το βλέμμα του παραμένει κενό, γεμάτο από την απόγνωση μιας ζωής χωρίς πραγματικό νόημα, τα φώτα σβήνουν ξανά.
Στιλιζαρισμένο στα όρια της προσποίησης και με μια δραματικότητα που αγγίζει την... τραγωδία, το «God’s Pocket» διαθέτει – φυσικά – εξαιρετικές ερμηνείες από τον Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν, την Κριστίνα Χέντρικς, τον Ρίτσαρντ Τζένκινς και τον Τζον Τορτούρο, οι οποίες όμως μοιάζουν συνεχώς να ανήκουν σε μια άλλη ταινία, γιατί το κυριότερο χαρακτηριστικό του τόνου που προσπαθεί να προσδώσει ο Σλέιτερι είναι αυτός μια μαύρης κωμωδίας του παραλόγου.
«Προσπαθεί» είναι η λέξη κλειδί αφού σε μια συνεχή εναλλαγή δράματος και μαύρης κωμωδίας, ο Σλέιτερι προσπαθεί να αγγίξει τη μαεστρία του σινεμά των Κοέν, χωρίς να το καταφέρνει, χάνοντας όχι μόνο το ενδιαφέρον του θεατή ήδη από την αρχή, αλλά και ένα κέντρο βάρους που τουλάχιστον θα έκανε το όλο εγχείρημα μια απολαυστική κινηματογραφική άσκηση.
Με οδηγό το γκροτέσκο που από τη φύση του ενυπάρχει στην ψυχή του Πιτ Ντέξτερ (βλ. ή καλύτερα μην βλέπεις το «The Paperboy») που υπογράφει το ομώνυμο μυθιστόρημα, το «God’s Pocket» επενδύει στην ακραία βία χωρίς ποτέ να την υπονομεύει, στην πιο εξωφρενική του στιγμή θυμίζει το «Σαββατοκύριακο στου Μπέρνι» χωρίς να πιστεύει στιγμή στο υπερβατικό της σύλληψής της και οι ήρωές του είναι άνθρωποι που δεν σε αφορούν ακόμη και ως «μυθιστορηματικά» όντα ενός περίτεχνου φλερτ με το σκοτάδι της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η πνιγηρή ατμόσφαιρα του φιλμ καταπίνει κάθε απόπειρα ελαφρότητας, η εμμονή του στη ακατέργαστη απεικόνιση της «εργατικής» κοινωνίας καταλήγει γραφικά επιτηδευμένη και κάθε ακύρωση της θεατρικότητάς του παραμένει παλιομοδίτικη, σαν μια ταινία γυρισμένη «ανεξάρτητα» πίσω στα 90s, με λίγο από αμερικάνικο σινεμά κάθε εποχής να μας βρίσκεται.
Οσο γοητευτική κι αν είναι η παρουσία υπέροχων ηθοποιών σε ένα ensemble που θα ζήλευαν πολλοί, τόσο επιβεβαιώνεται πως το «absurdum» απαιτεί σκηνοθέτη με εμπειρία και το «πως θέλω να μοιάζει μια ταινία» δεν συμπίπτει απαραίτητα με το «πως είναι τελικά μια ταινία».