Μετά από τόσα χρόνια και τόσες ταινίες, σχεδόν όλες στις ίδιες γειτονιές της Μασσαλίας με τους ίδιους ηθοποιούς και τις ίδιες θεματικές, δεν περιμένεις εκπλήξεις από το σινεμά του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν. Δυστυχώς οι μόνες εκπλήξεις που κρύβει η τελευταία ταινία του είναι άσχημες, αφού το «Gloria Mundi» είναι τόσο προφανές που σε κάνει να στριφογυρίζεις άβολα στην θέση σου και τόσο αμήχανο σκηνοθετικά που προκαλεί μελαγχολία, αν όχι αθέλητο γέλιο.

Η ιστορία του ξεκινά γεμάτη υποσχέσεις με την γέννηση ενός μωρού του οποίου οι γονείς, Ματίλντ και Νικολάς ονομάζουν Γκλόρια («από μια ταινία που είδαμε στην τηλεόραση»). Η μητέρα της Ματίλντ κι ο πατριός της Ντανιέλ, που την μεγάλωσε από μωρό καθώς ο πατέρας της βρισκόταν στην φυλακή για ένα έγκλημα που διέπραξε επιμενουν να τον ενημερώσουν για την γέννηση της εγγονής του κι όταν εκείνος ελευθερώνεται λίγο αργότερα, θα φέρουν όλη την οικογένεια μαζί.

Ομως εν τω μεταξύ, ο Νικολάς και η Ματίλντ θα βρεθούν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση κι η αδελφή της κι ο άντρας της που έχουν πετύχει επαγγελματικά δεν δείχνουν να έχουν καμία διάθεση να βοηθήσουν. Οι γονείς της αντιμετωπίζουν κι αυτοί τα δικά τους προβλήματα στις δουλειές τους κι ο Ντανιέλ προσπαθεί να βρει τη θέση του σε έναν κόσμο απ΄όπου υπήρξε απών το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.

Ολα τα παραπάνω ακούγονται σαν τα συνηθισμένα υλικά των ταινιών του Γκεντιγκιάν μόνο που εδώ μοιάζουν τραβηγμένα από τα μαλλιά. Οι ατυχίες των ηρώων έρχονται με ρυθμό πολυβόλου, οι χαρακτήρες είναι εξοργιστικά απλοϊκά σκιαγραφημενοι (το πλούσιο ζευγάρι κάνει κόκα σχεδόν όλη την ημέρα και γυρίζει οικιακό πορνό στο κινητό του), το σενάριο τσεκάρει όλα τα κουτάκια των ηθικών διλλημάτων που μπορεί να σκεφτεί και από τα κακά αφεντικά έως τους μετανάστες, την πανταχού παρούσα αστυνομία και την πλουτοκρατία, όλα περνούν από τον φακό του φιλμ με ενοχλητική ευκολία και αφέλεια.

Και το φιλμ δεν μπορεί καν να χτίσει έναν πετυχημένο ρυθμό, η μια ατμόσφαιρα παραθέτοντας απλά μια σειρά από σκηνές που ο μόνος λόγος ύπαρξής τους είναι να μας οδηγήσουν προς ένα αμφίβολο ηθικό δίδαγμα -κάτι τόσο παιδιαριώδες όσο: ο καπιταλισμός είναι κακός- σκηνοθετημένες από τον Γκεντιγκιάν, όχι με τον συνηθισμένο χειροποίητο ναΐφ τρόπο του, μα απόλυτα μηχανικά και δίχως καμιά προσπάθεια, σαν κι ο ίδιος, όπως και η λεπτότητα και η συναισθηματική ευφυΐα, να ήταν απών από την ταινία του.