Το ντοκιμαντέρ του Αρη Δόριζα για τον Γιάννη Σπανό μοιάζει με μια αφιέρωση.

Μια αφιέρωση ενός θαυμαστή στον αγαπημένο του συνθέτη. Μια αφιέρωση ενός ακροατή στον άνθρωπο που έγραψε τα αγαπημένα του τραγούδια. Μια αφιέρωση που δεν προφασίζεται, δεν θέλει κιόλας, να είναι κάτι περισσότερο κινηματογραφικό από αυτό. Αντίθετα, θέλει να είναι μόνο αυτό και προσπαθεί πολύ γι’ αυτό, πετυχαίνοντας όχι μόνο την αφαίρεση αλλά και τη σύνθεση σε ένα ενιαίο σύνολο που, θεωρητικά, είναι περίπου όσα πρέπει να γνωρίζει κανείς για τον Γιάννη Σπανό.

Το «Πίσω απ’ τη Μαρκίζα» συνθέτει δύο συνεντεύξεις του Γιάννη Σπανού από διαφορετικές εποχές, πάντα στο Κιάτο, εκεί όπου γεννήθηκε. Η μία συμπληρώνει την άλλη, και οι δύο ολοκληρώνουν μια αφήγηση ζωής που ξεκινάει από το Παρίσι (και το υπέροχο έργο του με θρύλους της χώρας, όπως τον Σαρλ Αζναβούρ και την Μπριζίτ Μπορντό), φτάνει στο Νέο Κύμα, διασχίζει τα «μπουζούκια», μένει πιστή στο ελληνικό σινεμά για πολλές δεκαετίες και ολοκληρώνεται με αυτή τη χωνεμένη σοφία των μεγάλων δημιουργών που δεν χρειάζεται να πουν πολλά, όταν πριν από αυτούς και γι’ αυτούς - και με πολύ καλύτερο τρόπο - μιλάει το έργο τους.

Μαζί με την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο και οι… άλλοι.

Οσοι τραγούδησαν Σπανό, όσοι θαύμασαν Σπανό, όσοι έχουν να πουν κάτι για να συμπληρώσουν το πορτρέτο του ως έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες που πέρασαν ποτέ από αυτή εδώ τη χώρα, άξιος να τιμηθεί όχι μόνο για τη φυσική (και μουσική) του ευγένεια, αλλά για το γεγονός ότι δεν παρέδωσε ποτέ κάτι κάτω του μετρίου - και ξέρετε τι μπορεί να σημαίνει αυτό για έναν τόσο παραγωγικό καλλιτέχνη.

Από τη Δήμητρα Γαλάνη που του χρωστάει την εκκίνηση της καριέρας της, μέχρι το Γιάννη Φέρτη που δεν τραγούδησε ποτέ καλύτερα κανείς ηθοποιός τραγούδι στο «Εκείνο το Καλοκαίρι», τον Διονύση Σαββόπουλο, τη Χάρι Αλεξίου, τον Μιμή Πλέσσα, την Αλκηστη Πρωτοψάλτη, την Λινά Νικολαπούλου, τον Σταμάτη Κόκοτα και άλλους, στο ντοκιμαντέρ του Αρη Δόριζα κάθε λέξη που απευθύνεται στον Γιάννη Σπανό είναι και γι’ αυτούς μια αφιέρωση.

Αφιέρωση είναι και ο ανεπιτήδευτος τρόπος με τον οποίο η Ιστορία προχωράει και εσύ πιάνεις τον εαυτό σου να βρίσκεται κατά πόδας, τραγούδι με το τραγούδι, μελωδία με τη μελωδία, σε μια Ελλάδα που «δισκογραφείται» με κάθε πιθανό τρόπο - είτε αυτός είναι το αριστουρηγματικό θέμα της «Αναζήτησης» μαζί με το soft αιώνιο καλοκαίρι του είτε η σπαρακτική ανάγνωση πάνω σε ένα (συλλογικό) θρήνο με το «Ανθρωποι Μονάχοι» από τη Βίκυ Μοσχολιού. Σε μια γνωριμία με τον καλλιτέχνη και μια (άξια) προσπάθεια να τοποθετηθεί ο Γιάννης Μπάνος εκεί ακριβώς που αξίζει στο μεγάλο βιβλίο της ελληνικής μουσικής.

Ναι, ο Άρης Δόριζας δεν ανοίγεται περισσότερο - επειδή ίσως το ίδιο δεν κάνει και ο πρωταγωνιστής του. Η μελαγχολία στο βλέμμα του Γιάννη Σπανού, μια μοναξιά που μοιάζει να διαλύεται μόνο στο άκουσμα των τραγουδιών (και των ιστοριών που τις συνοδεύουν), ο κήπος στο σπίτι στην εξοχή σαν φόντο, όλα προδίδουν μια ιστορία ή και περισσότερες ιστορίες που δεν λέγονται, πιο προσωπικές ακόμη κι από τα τραγούδια και ίσως πιο κινηματογραφικές από αυτήν που αφηγείται ο Αρης Δόριζας.

To «νεοκυμα» - ντέρ του όμως κάνει σωστά και προηγείται για να πει την πρωταρχική ιστορία σωστά, λιτά, ανεπιτήδευτα, αφοπλιστικά. Σαν τον ίδιο τον Γιάννη Σπανό. Χωρίς μεγάλα λόγια, αλλά με πολύ μεγάλα τραγούδια.