Το «The Bachelor» σε συσκευασία ρομαντικής δραμεντί είναι το «...για πάντα» κι η αναλογία ξεπηδά σε κάθε γύρισμα του πλάνου, σε κάθε ανάσα της ιστορίας που μοιάζει να υπήρχε στη wish list του εμπορικού ελληνικού σινεμά... για πάντα.

Ο Γιάννης Παπαδάκος (των «Bachelor 2» και «Bachelor 3», σε περίπτωση που  διακρίνετε κάποια διαφορά) σκηνοθετεί, ο Γιάννης Τσιμιτσέλης, ξεστρατίζοντας για πρώτη φορά έξω από την υποκριτική, υπογράφει τη διασκευή του σεναρίου (και πρωταγωνιστεί, φυσικά).

Αν το σενάριο είναι οριακά πιο επιμελημένο από το franchise των γαμήλιων κωμωδιών, είναι γιατί αποτελεί ριμέικ της τουρκικής ταινίας «Issiz Adam», του Τσαγκάν Ιρμάκ, που είχε προβληθεί και στις ελληνικές αίθουσες το 2008, με τον τίτλο «Για Πάντα Μόνος», επειδή ο ήρωας είναι εσωστρεφής και τραυματισμένος στην παιδική του ηλικία - απίστευτο κι όμως αληθινό, η ελληνική διασκευή καταφέρνει να κάνει την ιστορία, αν κάτι, περισσότερο συντηρητική και καλοπλυμένη από το χαρακτηριστικά συντηρητικό mainstream σινεμά της γείτονος.

Κατά τα άλλα, η χυδαιότητα λείπει, μια και δεν πρόκειται για... κωμωδία, αλλά το product placement, ίδιον γνώρισμα του Παπαδάκου και της ομάδας παραγωγής, δίνει και σ' αυτό το φιλμ τη σφραγίδα του και το λόγο ύπαρξής της, η σκηνοθεσία αντιγράφει την τουρκική ταινία πλάνο-πλάνο, ενώ ο τίτλος (και όχι μόνο), παραπέμπει στο μαγικό χέρι του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, παρότι εκείνος θα φρόντιζε, σίγουρα, να βάλει, σωστότερα, τα αποσιωπητικά στο τέλος της φράσης κι όχι στην αρχή, γιατί αλλιώς, τι; «μόνος για πάντα», «μαζί για πάντα», «όμορφοι για πάντα», «box office αγάπη μου, για πάντα»; Κάτι.

Οι ήρωες, που ενσαρκώνουν οι (ζευγάρι και στη ζωή και στην τέχνη), Γιάννης Τσιμιτσέλης και Κατερίνα Γερονικολού, είναι δυο «χαρακτηριστικά» παιδιά της πόλης, της Αθήνας, όπως ίσως τη βιώνει το καλό πνεύμα της ταινίας. Εκείνος, ο Πέτρος, είναι σεφ, διάσημος κι επιτυχημένος, πράγμα που γίνεται σαφές καθώς πιάνει τα πάντα με λαβίδες και διακοσμεί ωραία τα πιάτα του (αυτό κρίνει κι ο Γιώργος Αρμένης σε ρόλο γευσικριτικού!). Εχει, όμως, μεγαλώσει σε περιβάλλον οικογενειακής βίας - αυτό δεν είναι μυστικό, το βλέπουμε, ήδη, σε φλας μπακ από την αρχή της ταινίας - κι έτσι έχει γίνει παλιοχαρακτήρας σε σχέση με τις γυναίκες, τις οποίες κακομεταχειρίζεται συναισθηματικά κι αλλάζει συχνά, όπως τη φέτα στην άλμη.

Εκείνη, η Ζωή, είναι μοδίστρα των ονείρων: στο μικρό, τρυφερό μαγαζάκι της σχεδιάζει και ράβει τα ρούχα που τα παιδιά βλέπουν στη φαντασία τους, μεταμορφώνοντάς τα σε μικρούς υπερήρωες ή πριγκίπισσες. Η Ζωή είναι η μοναδική κοπέλα που θα εμπνεύσει στον Πέτρο μια αμυδρή επιθυμία δέσμευσης - επειδή εκείνη είναι αυτάρκης και δυσκολούτσικη. Αλλωστε, οι δυο τους μοιάζουν τόσο πολύ. Είναι κι οι δυο πανέμορφοι, μ' ένα μπριόζικο duck face από κατασκευής. Είναι και ρομαντικοί: εκείνος αγαπά τα βινύλια κι εκείνη τα βιβλία από δεύτερο χέρι και φωτογραφίζει και με αναλογική μηχανή.

Η σχέση τους θα ξεκινήσει συναρπαστικά, αλλά θα συναντήσει εμπόδια, τα οποία θα καταλάβουμε επίσης ξεκάθαρα, όχι μόνο λόγω της ψυχαναλυτικής ερμηνείας της ταινίας, αλλά και γιατί το ντουμπλάζ εξαφανίζει κάθε ίχνος περιρρέουσας ατμόσφαιρας κι αφήνει τους διαλόγους να δείξουν. Η φωτογραφία λειτουργεί «ερμηνευτικά», στολίζοντας και με ηλιαχτίδες που διαπερνούν τα μαλλιά και με slow motion και με φλου στην περίμετρο του κάδρου, δίνοντας έμφαση, στο κέντρο της οθόνης, στην... αστική μοναξιά που πνίγει τους ήρωες.

Και μιλώντας για το άστυ, αυτή είναι η Αθήνα που ονειρεύτηκε για μας ο Χριστόφορος και που ούτε ο Καμίνης μπόρεσε, ούτε ο Μπακογιάννης θα μπορέσει να χτίσει, γεμάτη πεζοδρόμους και σκαλοπατάκια με χαριτωμένα, πολύκοσμα καφενεδάκια, πάρκα που αφήνουν την ανατολή και τη δύση να τα χαϊδέψει, καθαρά πεζοδρόμια, στιλάτα διαμερίσματα και μια μικρή έκπληξη να σε περιμένει σε κάθε γωνιά, σαν το Παρίσι να ενώθηκε με την Κωνσταντινούπολη.

Παρομοίως και με τη μουσική, η ταινία «δανείζεται» όχι μόνο το εμβληματικό «Une Belle Histoire» του Μισέλ Φιγκέν, τη διασταύρωση γλυκιάς μελαγχολίας και τρυφερής απώλειας, που υπήρχε και στο πρωτότυπο φιλμ, αλλά και πλήθος άλλων τραγουδιών, τακτικώς ερριμμένων, που σχηματίζουν το soundtrack της γνωριμίας και της αγάπης του Πέτρου και της Ζωής, γιατί των υπολοίπων μας είναι σαφώς πιο μπανάλ.

Αρα, ναι, περισσότερο από ριμέικ του τουρκικού «Για Πάντα Μόνος», περισσότερο από αλά «Bachelor» ρομάντζο, αυτή η ταινία είναι μια αναφορά στη φιλμογραφία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, αλλά περισσότερο ως παρωδία, γιατί εκείνος, αναμφίβολα, στις σειρές και στις ταινίες του βάζει μπόλικο κόπο. Ενώ το δημιουργικό δίδυμο Παπαδάκος - Τσιμιτσέλης βάζει ιμιτασιόν άρωμα που διαρκεί... για λίγο.