[προσοχή: Το παρακάτω κείμενο δεν αποκαλύπτει σημαντικά τμήματα της πλοκής που έχουν νόημα για την αφήγηση της ταινίας, ωστόσο για τις ανάγκες της κριτικής ενδέχεται να χαλάσει εκπλήξεις για όποιον θεατή θέλει να δει την ταινία χωρίς να γνωρίζει τίποτα, γι' αυτό και προτείνουμε να διαβάσετε το κείμενο αφού έχετε δει την ταινία.]

Η νοσταλγία είναι άτιμο πράγμα, ειδικά αν δεν ξέρεις πως να την διαχειριστείς σωστά. Μοιάζει σαν δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί να σου προσφέρει δόσεις ανείπωτης χαράς, σαν να βρίσκεσαι μέσα μια ζεστή αγκαλιά γεμάτη θαλπωρή, όπου όμως αν κάτσεις για αρκετή ώρα σε αυτή μπορεί να ξυπνήσει μέσα σου πολλά φαντάσματα του παρελθόντος τα οποία μπορούν να σε τραβήξουν μέσα σε μια άβυσσο συναισθημάτων που δύσκολα μετά μπορείς να ξεφύγεις.

Κάπως έτσι νιώθει κάποιος βλέποντας και το «Ghostbusters: Legacy», από τον σκηνοθέτη Τζέισον Ράιτμαν ο οποίος προσπαθεί να παρουσιάσει το πολυαγαπημένο αυτό franchise στη νέα σημερινή γενιά, αγνοώντας φυσικά πλήρως το πρόσφατο reboot του Πολ Φέιγκ «Ghostbusters», αλλά βουτώντας τόσο βαθιά μέσα στη νοσταλγία, προκειμένου να ικανοποιήσει και τα fanboys που χρόνια περίμεναν για ένα ακόμα σίκουελ, που ξεχνά να βγει στην επιφάνεια για να πάρει ανάσα.

Με λίγα λόγια το «Ghostbusters» παθαίνει «The Force Awakens».

Δεν χρειάζεται να γνωρίζετε και πολλά για την υπόθεση, πέραν του ότι μια μητέρα και τα δύο παιδιά της φτάνουν σε μια μικρή πόλη, όπου αρχίζουν να ανακαλύπτουν τη σύνδεσή τους με τα αρχαία ξόρκια και τη μυστική κληρονομιά που τους κληροδότησε ο παππούς τους.

Οσο δύσκολο μοιάζει το να βρει κάποιος τον τρόπο για να μεταφέρει την ατμόσφαιρα και το συναίσθημα των αρχικών ταινιών σε ένα ακόμα reboot, ο Ράιτμαν το πετυχαίνει, δίνοντας σε αυτό το σίκουελ/reboot της σειράς εκείνη την σπίθα που φαίνεται πως έλειπε από την πρόσφατη προσπάθεια του Φέιγκ. Είναι μια ταινία «Ghostbusters» από την αρχή ως το τέλος της.

Ο Ράιτμαν, ο γιος του Αϊβαν Ράιτμαν, σκηνοθέτη των δυο πρώτων «Ghostbusters», μοιάζει να είναι ο μεγαλύτερος φαν των ταινιών του πατέρα του τις οποίες προσεγγίζει με ευλάβεια για να αποτίσει τον δικό του φόρο τιμής με αναφορές, αστεία αλλά και πολλά easter eggs που θα κάνουν αρκετούς μεγαλύτερους να βγάλουν επιφωνήματα χαράς βλέποντάς τα.

Το σενάριo, γραμμένο από τον ίδιο τον Ράιτμαν και τον Γκιλ Κέναν, επικεντρώνεται περισσότερο στους νέους χαρακτήρες, τα παιδιά εκείνα που δεν γνωρίζουν καν ποιοι είναι οι Ghostbusters και γιατί ο κόσμος τους έχει ως είδωλο. Μια έξυπνη κίνηση που στην αρχή της ταινίας λειτουργεί κατάλληλα ώστε να κάνει το νέο κοινό να συνδεθεί με αυτούς τους ήρωες και να βιώσει μαζί τους το τι σημαίνουν για τον κόσμο οι Ghostbusters. Μόνο που, όπως και η πόλη του Σάμερβιλ όπου και εξελίσσεται η πλοκή, η ταινία μοιάζει να είναι παγιδευμένη στο παρελθόν για πολύ μεγάλη διάρκεια, έχοντας αφεθεί από ένα σημείο και μετά πλήρως σε αυτό, δημιουργώντας τον δικό της μικρόκοσμο όπου τα πάντα δείχνουν να είναι βγαλμένα από μια άλλη εποχή μακριά από το σήμερα. Και μέσα στην προσπάθειά της να δείχνει διαφορετική, καταλήγει να είναι ολοένα και περισσότερο ίδια με τις προηγούμενες, κάτι που γρήγορα αρχίζει να επηρεάζει και την πλοκή της ταινίας η οποία από τη μέση και μετά αφήνεται πρόθυμα και ολοκληρωτικά σε έναν ωκεανό νοσταλγίας, χάνοντας την όποια δύναμή της.

Η πραγματική ψυχή της ταινίας, όμως, είναι το υπέροχο καστ της και οι χαρακτήρες της. Ο Ράιτμαν έχει αποδείξει πως ξέρει να δημιουργεί δυνατούς χαρακτήρες, από το «Juno» μέχρι και το «Up in the Air», και εδώ πέρα από τους παλιούς Ghostbusters, που κάνουν όλοι την εμφάνισή τους κάποια στιγμή, το οποίο θα προκαλέσει σίγουρα στιγμές πανικού και χαράς στις αίθουσες, σκιαγραφεί τα παιδιά σαν μια φυσική εξέλιξη των παλιών χαρακτήρων.

Το «Ghostbusters: Legacy» είναι μια ταινία γεμάτη αγάπη για τις παλιές ταινίες της δεκαετίας του ’80. Αυτό είναι ίσως και το μόνο πράγμα που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Ενδίδοντας στην εμμονή να παρουσιάσει μια ολόκληρη δεκαετία ταινιών σε μια νέα γενιά, μένει συχνά περισσότερο με τα φαντάσματα του παρελθόντος αντί να τα ξορκίσει, όπως θα έκανε ένας σωστός Ghostbuster, και να κοιτάξει και λίγο το μέλλον. Ισως σε ένα... σίκουελ;