Η cyborg Ταγματάρχης, που της έχουν γνωστοποιήσει ότι την έσωσαν από βέβαιο θάνατο σε ατύχημα προκειμένου να σώζει, καθώς είναι πλέον άτρωτη, άλλους ανθρώπους, προσπαθεί να ανακαλύψει το παρελθόν της, και το λόγο που την μετέτρεψαν σε ένα ρομπότ με ανθρώπινη μορφή, αλλά χωρίς αισθήματα.

Δείτε ακόμη: Ετσι έγινε cyborg η Σκάρλετ Τζοχάνσον στο «Φάντασμα στο Κέλυφος»

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την σπουδαιότητα της πρώτης κινηματογραφικής μεταφοράς του εκπληκτικού manga του Μασαμούvε Σίρο «Ghost in the Shell», το 1995 σε σκηνοθεσία Μαμόρου Οσιί, με το σίκουελ του μάλιστα, το «Ghost in the Shell 2: Innocence» να έχει προταθεί για Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών το 2004. Πρόκειται για μια από τις λίγες ταινίες που έχουν εδραιωθεί ως ορόσημο του ιαπωνικού anime ξεχωρίζοντας για την φιλοσοφία τους αλλά και το εξαιρετικό τους animation.

Μαζί με το «Akira» και το «Spirited Away» είναι από τις σπάνιες ταινίες που έχουν καταφέρει να κερδίσουν τον σεβασμό και την αναγνώριση, όχι μόνο από τους οπαδούς των anime, αλλά κι από το παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα. Δεν είναι παράλογο μάλιστα που επιρροές της υπάρχουν σε πολλές άλλες ταινίες επιστημονικής φαντασίας του Χόλιγουντ, ανάμεσά σε αυτές και η τριλογία του «Matrix».

Βλέποντας την, εντυπωσιακή κατά τα άλλα, live action μεταφορά του Ρούπερτ Σάντερς (ο οποίος παλιότερα μας είχε δώσει το «Snow White and the Huntsman») νιώθεις ωστόσο ένα απέραντο κενό.

Το δικό του live - action «Ghost in the Shell» είναι μια ταινία που όχι μόνο δεν σέβεται την ρίζες της αλλά ξεγυμνώνεται από την όποια ιδεολογία του σύμπαντος Σίρο για χάρη ενός οπτικού οργασμού και μόνο. Αν έξυνε κάποιος την επιφάνεια της cyberpunk αυτής ιστορίας των manga, και κατ’ επέκταση και των anime, θα έβρισκε κάτι πιο βαθύ, μια αρκετά φιλοσοφημένη ιστορία που ασχολούνταν με πιο πολύπλοκα θέματα όπως τη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης, το τι είναι συνείδηση, για την ταυτότητα μας σε μια high-tech κοινωνία, αλλά και ποια είναι τα όρια μεταξύ ανθρώπων και μηχανής. Κάτι που στην ταινία του ο Σάντερς μετά βίας ασχολείται, αν ασχολείται και καθόλου.

Καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας, δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή που νιώθεις ότι η ιστορία απογειώνεται. Παίρνοντας στοιχεία της ιστορίας κυρίως από την πρώτη anime ταινία, αλλά και από την σειρά «Ghost in the Shell: Stand Alone Complex», oι σεναριογράφοι Τζέιμι Μος, Γουίλιαμ Γουίλερ και Ερεν Κρούγκερ προσπαθούν να δημιουργήσουν κάτι το περίπλοκο, παραγεμίζοντάς το με σεναριακά κλισέ, χωρίς όμως την ψυχή ή τον λυρισμό της αρχικής ιστορίας, καταλήγοντας σε κάτι το τελείως ψεύτικο και τεχνικό, απλοποιημένο για χάρη μιας ευκολόπεπτης περιπέτειας και μόνο.

Ακόμα και οι χαρακτήρες του, από τα cyborg μέχρι και τους ανθρώπους, είναι τελείως χάρτινοι και μονοδιάστατοι. Τους λείπει η πολυπλοκότητα που χρειάζονται για να σου κεντρίσουν τουλάχιστον το ενδιαφέρον. H Major σαν χαρακτήρας θα έπρεπε να αμφισβητεί την ίδια της την ύπαρξη, να αποτελεί μια ζωντανή ενσάρκωση ενός κοντινού εντυπωσιακού, αλλά ταυτόχρονα και τρομαχτικού, μέλλοντος. Μοιάζει όμως κενή, ένα κέλυφος που πέρα από την ομορφιά και την εντυπωσιακή της φυσική κατάσταση, της λείπει το «φάντασμα» που θα την κάνει πραγματικά να δείξει ζωντανή.

Και σε αυτό δεν φταίει τόσο η Τζοχάνσον, ούτε ο ντόρος γύρω από το whitewashing controversy που είχε κάνει το ίντερνετ να παραμιλάει (αν και εξηγούνται στην ταινία κάποια πράγματα που, ίσως, δικαιολογούν την επιλογή της). Η Τζοχάνσον προσπαθεί να φέρει μια πιο ανθρώπινη υπόσταση στην Major αλλά κάτω από την σκηνοθετική καθοδήγηση του Σάντερς, το μόνο που καταφέρνει είναι να δείχνει διαρκώς σαστισμένη και αμήχανη. Και όλο το υπόλοιπο καστ, στο μεγαλύτερο μέρος του, μοιάζει τελείως έξω από τα νερά του. Η Ζιλιέτ Μπινός ειδικά φαίνεται σαν να μην ξέρει σε τι ταινία θα έπαιζε όταν υπέγραφε το συμβόλαιο, ενώ ο Μάικλ Πιτ στο ρόλο του Κούζε δεν καταφέρνει να αναδειχθεί κυρίως λόγω σεναρίου. Οσο για τον Τακέσι Κιτάνο είναι ο μόνος που, κάτω από αυτές τις συνθήκες, προσπαθεί να δώσει λίγη ζωή στον στωικό του χαρακτήρα.

Και είναι πραγματικά κρίμα γιατί η ταινία, στο οπτικό κομμάτι της, είναι εντυπωσιακή. Ο Σάντερς, ο οποίος με την βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας Τζες Χολ, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα νέο νουάρ μεταβιομηχανικό, υπερκαπιταλιστικό Νιού Πορτ Σίτι του 2029, με νέον ταμπέλες και τεράστια ολογράμματα να καλύπτουν την ζοφερή ατμόσφαιρα του. Μερικές μάλιστα από τις πιο εικονικές στιγμές της πρώτης anime ταινίας έχουν γυριστεί ακριβώς ίδιες, σχεδόν καρέ-καρέ, με εκπληκτικά αποτελέσματα. Σκηνές όπως η αρχική επίθεση αλλά και η τελική μάχη είναι πραγματικά ένας οπτικός οργασμός. Ακόμα και κάποιες σκηνές δράσης είναι τόσο καλογυρισμένες και με αρκετή δυναμική που σχεδόν σε κάνουν να αναρωτιέσαι πως θα ήταν το τελικό αποτέλεσμα αν όλο αυτό συνοδεύονταν από ένα καλύτερο σενάριο.

Το «Ghost in the Shell» είχε αρκετές δυνατότητες να ήταν κάτι το παραπάνω. Μια ταινία που πέρα από τα εντυπωσιακά της εφέ, το εκπληκτικό production design της και την μεταμοντέρνα νουάρ ατμόσφαιρά της θα σου έδινε και τροφή για σκέψη. Αλλά η ταινία του Σάντερς παραβλέπει όλα αυτά που έκαναν τα manga και anime τόσο υπέροχα, μιας και αποφάσισε να δώσει περισσότερη έμφαση στην εμφάνιση παρά στην ουσία, δημιουργώντας τελικά ένα άδειο, μολονότι πανέμορφο, κέλυφος.