Η τρίτη μεγάλου μήκους του Κλοντ Μιλέρ υπήρξε η ταινία που τον καθιέρωσε, αποτελώντας μεγάλη επιτυχία στη Γαλλία όταν βγήκε στις αίθουσες το 1981 και αποσπώντας οχτώ υποψηφιότητες για βραβεία Σεζάρ τον επόμενο χρόνο, από τα οποία κέρδισε τέσσερα, αυτό του καλύτερου πρώτου ανδρικού ρόλου για τον Μισέλ Σερό, δεύτερου ανδρικού για τον Γκι Μαρσάν, καλύτερου σεναρίου και μοντάζ.

Το «Αίνιγμα», βασισμένο στο αστυνομικό μυθιστόρημα του βρετανού Τζον Γουέινραϊτ, «Brainwash», διαδραματίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο γραφείο ενός αστυνομικού επιθεωρητή, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ο διακεκριμένος δικηγόρος Ζερόμ Μαρτινό έχει κληθεί εκεί από τον Αντουάν Γκαλιέν για να ανακριθεί από τον ίδιο και τον βοηθό του ως ύποπτος για τον βιασμό και τον φόνο δύο ανήλικων κοριτσιών. Τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ενοχή του είναι περιστασιακά, αλλά ο επιθεωρητής Γκαλιέν είναι αποφασισμένος να τα επιβεβαιώσει. Στην διάρκεια μιας νύχτας που θα αποδειχθεί ιδιαίτερα μεγάλη κι επεισοδιακή, θα αποκαλυφθεί όχι μόνο η αλήθεια για την υπόθεση, αλλά και μια σειρά από αλήθειες για τον ύποπτο και τον αστυνομικό, την ζωή και τα κίνητρά τους.

Με μια σχεδόν θεατρική δομή, και με μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα να χτίζεται με προσοχή, το φιλμ του Μιλέρ δεν είναι τόσο ένα αστυνομικό whoddunit, όσο ένα ψυχολογικό δράμα για τα καλά κρυμμένα μυστικά που δηλητηριάζουν τις ζωές ακόμη και των πιο «επιτυχημένων», μια σχεδόν κοινωνική και ταξική σύγκρουση δυο κόσμων και μια μελέτη πάνω στην απατηλή φύση της «αλήθειας».

Οι ερμηνείες του Μισέλ Σερό και του Λίνο Βεντούρα στους δυο πρωταγωνιστικούς ρόλους, του Γκι Μαρσάν σε αυτό του δεύτερου επιθεωρητή στο δωμάτιο, αλλά και η εμφάνιση της Ρόμι Σνάιντερ στον ρόλο της γυναίκας του Μαρτινό που στην διάρκεια της βραδιάς θα προσφέρει στοιχεία που θα φέρουν μια από τις σεναριακές ανατροπές στην ιστορία, κλέβουν την παράσταση σε μια ταινία στην οποία η ένταση δεν χτίζεται πάνω στην εξιχνίαση του εγκλήματος, αλλά στην σκιαγράφηση του ψυχολογικού πορτρέτου τόσο του ύποπτου μεγαλοδικηγόρου, όσο και του φιλόδοξου ανακριτή.

Ομως παρά τις αρετές του, το φιλμ δεν κατορθώνει ποτέ να βρει την ένταση και την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που θα περίμενες ακόμη κι όταν τα δεδομένα αλλάζουν δραματικά καθώς η βραδιά προχωρά και οι δραματικές ανατροπές έρχονται με καταιγιστικό ρυθμό στο τέλος της. Αυτό που μένει είναι η ενδιαφέρουσα αίσθηση της ατμόσφαιρας που χτίζει ο Μιλέρ, ο συγκρατημένος μα απόλυτα πειστικός τρόπος με τον οποίο κινηματογραφεί τον αντίκτυπο δυο φρικτών εγκλημάτων και μια σειρά από διαλόγους γραμμένους από τον Μισέλ Οντιάρ, που δίνουν στους εξαιρετικούς πρωταγωνιστές την ευκαιρία να λάμψουν.