Σαν ένα καλειδοσκόπιο φτιαγμένο από εικόνες, ιδέες, έννοιες, λέξεις και ήχους, το «Ελεύθερο Θέμα» της Στέλλας Θεοδωράκη δεν σταματάει ποτέ να αλλάζει σχήματα, υφές, διαθέσεις, εντάσεις και να ανοιγοκλείνει κύκλους, ιστορίες, όνειρα και πραγματικότητες σε μια γοητευτική διαδρομή που έρχεται να συναντήσει τις προσωπικές της αναζητήσεις ως δημιουργού ενός σινεμά που πάντοτε βρισκόταν στις παρυφές του πειραματισμού, της μείξης της μυθοπλασίας με την τεκμηρίωση, μιας δοκιμιακής θεώρησης γύρω από την κινούμενη εικόνα.

Μια καθηγήτρια στη Σχολή Καλών Τεχνών, διάσημη για τις «τολμηρές» κατά τους άλλους εργασίες που αναθέτει στην τάξη της, βάζει στους οκτώ φοιτητές τις «ελεύθερο θέμα», αφήνοντας τον καθένα ελεύθερο να επιλέξει τι είναι αυτό που τον ενδιαφέρει τη δεδομένη στιγμή και πως θα το αναπτύξει μέσα από την κινούμενη εικόνα. Μαζί με τις προσωπικές ιστορίες των φοιτητών και τις θεματικές που ο καθένας επιλέγει μαθαίνουμε περισσότερα για την ίδια την καθηγήτρια αλλά και την πιο στενή σχέση της με έναν από τους μαθητές της.

Σε ένα διαρκές παιχνίδι ακόμη και με τον ίδιο τον τίτλο της ταινίας της, η Στέλλα Θεοδωράκη αναπτύσσει την κάθε ιστορία, ξεκινώντας από την έννοια - αφετηρία του κάθε σπουδαστή πριν φτάσει σταδιακά στην ανθρώπινη διάσταση που κρύβει αναπόφευκτα στην καρδιά της ακόμη και η πιο αφηρημένη ιδέα. Ή τουλάχιστον αυτή είναι η φιλοδοξία της, καθώς σταδιακά αυτό που βλέπεις παίρνει διαφορετικές μορφές. Η πραγματικότητα μπλέκεται με τις ιστορίες του κάθε σπουδαστή, το όνειρο μπλέκεται με το ρεαλισμό, οι επιθυμίες γίνονται εικόνα, δύο ιστορίες γίνονται μία και μετά ξαναχωρίζουν, πρόσωπα από το όνειρο ζωντανεύουν στην πραγματικότητα και άλλα χάνονται στη διαδικασία της αναπαράστασής τους.

Τα θέματα είναι πολλά. Από τον... πατέρα μέχρι τα σαλιγκάρια και από τον Ερίκ Σατί μέχρι τον ιδεολόγο των Ναζί, Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ. Από τον έρωτα, το σεξ, τη διαφορετικότητα, την (ελληνική) κρίση, το εκπαιδευτικό σύστημα, το σεξισμό, τη βία, την απώλεια, μέχρι την αντίσταση, το νεοφιλελευθερισμό, την τεχνολογία, την πίστη, τη λογοκρισία. Από την Ιστορία και την επανάληψή της, μέχρι την αμνησία (της).

Σαν ένα κουτί που ανοίγει για να αποκαλύψει μέσα του μια εμμονική διαλεκτική πάνω στην ίδια την τέχνη (του σινεμά, αλλά όχι μόνο) και το σημείο στο οποίο αυτή συναντά την προσωπική διαδρομή του καθένα, η Στέλλα Θεοδωράκη παρασύρεται συνειδητά - ακριβώς όπως ασυνείδητα παθαίνουν το ίδιο και οι σπουδαστές της ταινίας - σε ένα κολάζ από διαφορετικές αφηγήσεις που όλες μαζί ολοκληρώνουν τη μεγάλη εικόνα μιας σύγχρονης γενιάς που προσπαθεί να βρει από την αρχή τα δικά της σημεία αναφοράς, τα δικά της κατηγορώ και πάνω σε αυτά να δώσει τις δικές της μάχες.

Η πρόθεση είναι σαφής, η εκτέλεση φιλόδοξη.

Πιο πολύ εδώ από οποιαδήποτε προηγούμενη ταινία της η Στέλλα Θεοδωράκη ανεβάζει την ένταση σε όλο το φιλμικό της σύμπαν, στους πειραματισμούς της, τις ιδέες που περισσότερο από τους χαρακτήρες ή τις ιστορίες πάντα κατακλύζουν το έργο της. Οι πιο γοητευτικές στιγμές της ταινίας της είναι όταν αυτή η ένταση μένει πάνω στην σχέση της καθηγήτριας (η ατμοσφαιρική Θεοδώρα Τζήμου, ηρωίδα της Θεοδωράκη και στο «Ricordi Mi» του 2009), με τον νεαρό μαθητή (ο εξαιρετικά πειστικός Δημήτρης Κίτσος του «Park») που, μέσα στην αόριστη υφή της, μεταλλάσσεται με επιτυχία σε μια «εφαρμογή» θεωρητικών αναζητήσεων γύρω από την έλξη, την μοναξιά, την ανάγκη του άλλου.

Ολες οι περιστρεφόμενες γύρω από αυτήν ιστορίες διαθέτουν απλά στιγμές, προσφέρουν τροφή για σκέψη και διάλογο, συναντούν βιώματα του θεατή, αλλά το κάνουν αποσπασματικά, χωρίς πραγματικό βάθος, σαν έννοιες γραμμένες στο χαρτί που προσπαθείς να εικονοποιήσεις προκειμένου να γίνουν πιο σαφείς. Τη στιγμή ακριβώς που νιώθεις ότι κάθε ιστορία φτάνει στο δικό της κέντρο, η κάμερα και το ενδιαφέρον απομακρύνεται για να πάει κάπου αλλού και να πιάσει από εκεί τον ιστό μιας άλλης ιστορίας που κι αυτή φτάνοντας στο σημείο που θα ολοκλήρωνε τη (συναισθηματική) συλλογιστική της, μένει κι αυτή πίσω για να προχωρήσουμε στην επόμενη...

Οσες στιγμές θυμίζουν τα εξαιρετικά «Ημερολόγια Αμνησίας» (και φέρουν και τον συναισθηματικό αντίκτυπο τους) έρχονται να συμπληρώσουν τα κενά ανάμεσα στις αφηγήσεις, η μουσική του υπέροχου Χρήστου Δεληγιάννη αφήνει το στίγμα της επαφής με το συναίσθημα, το φινάλε μοιάζει να έρχεται από κάπου εντελώς αλλού, voice over πάνω σε διαλόγους και ξανά voice over, εύκολες, ανάμεσα σε όχι εύκολες συνολικά, ατάκες για την κρίση και τα «κακά του καπιταλισμού», μια κάπως βιαστική αναφορά στη σεξουαλική κακοποίηση...

Να μερικά ακόμη κάτοπτρα που σε ένα διαρκώς κινούμενο καλειδοσκόπιο επιτείνουν αυτό που η ίδια η καθηγήτρια της ταινίας ορίζει ως το σημαντικότερο ζήτημα όταν σου δίνουν... ελεύθερο θέμα. Δεν είναι άλλο από την «επιλογή», που σε συνδυασμό με μια διαφορετική δοσολογία σε σχέση με το πυκνό υλικό του, θα έδινε στο «Ελεύθερο Θέμα» τη μορφή που νιώθεις διαρκώς, παρακολουθώντας το, ότι κρύβεται στον πυρήνα του.