Η Σολάνζ Αρνό, νοικοκυρά από τα εργατικά παρισινά προάστια, ζητά από τον έμπειρο αστυνομικό ντεντέκτιβ Φρανσουά Βισκοντί να εντοπίσει τον 16χρονο γιο της, Ντανί, που έφυγε το προηγούμενο πρωί για το σχολείο και δε γύρισε ποτέ. Ο Βισκοντί, μπάτσος ανορθόδοξος και πότης, μ’ ένα πρόσφατο διαζύγιο στην πλάτη, ξεκινά τις έρευνες, ενώ ταυτόχρονα «κυνηγά» τον δικό του έφηβο γιο, μπλεγμένο με διακίνηση ναρκωτικών. Για την υπόθεση της εξαφάνισης θα δείξει σύντομα ενδιαφέρον ο Γιαν Μπελέλ, γείτονας των Αρνό και πρώην καθηγητής του Ντανί. Ενδιαφέρον έντονο, σχεδόν εμμονικό, που θα τον καταστήσει βασικό ύποπτο στα μάτια του Βισκοντί…
Ενα το αστυνομικό μυστήριο, όμως πολλά τα ιδιωτικά αινίγματα που ενοικούν στην ταινία του Ερίκ Ζονκά, την πρώτη που σκηνοθετεί ο Γάλλος δημιουργός από το 2007 (την αγγλόφωνη «Julia», με την Τίλντα Σουίντον) και μόλις την τέταρτη από το αποκαλυπτικό ντεμπούτο του, «Η Ονειρεμένη Ζωή των Αγγέλων», το 1998. Η έρευνα για το αγνοούμενο αγόρι θα γίνει η αφορμή να ξεκλειδωθούν τρία οικογενειακά δράματα: των πικραμένων Αρνό, με πατέρα ναυτικό που λείπει συχνά και μητέρα αναγκασμένη να προσέχει άλλο ένα παιδί που πάσχει από σύνδρομο Ντάουνˑ των διαλυμένων Βισκοντί, που σκόρπισαν ελέω καταφανώς του σκληρού επαγγέλματος του μπαμπά και της σταδιακής εισχώρησης του γιου στον υπόκοσμοˑ και των «νοικοκυραίων» Μπελέλ, των οποίων η επίπλαστη γαλήνη σκιάζεται από τα μυστικά του διαταραγμένου πατριάρχη.
Μαύρο το ποτάμι (ο πρωτότυπος γαλλικός τίτλος) που παρασύρει τις υπό κατάρρευση φαμίλιες στα βάθη του, όμως όχι τόσο «σκοτεινό» όσο εκείνο του Κλιντ Ίστγουντ, για να θυμηθούμε ένα αριστούργημα που επίσης χρησιμοποιούσε ένα αστυνομικό παζλ ως μέσο εξερεύνησης του ανθρώπινου ψυχισμού. Εδώ, σε αντίθεση με το φιλμ του 2003, τα πάντα μένουν καθηλωμένα στο τερέν του δράματος, χωρίς ποτέ να εκτοξεύονται στη σφαίρα του τραγικού. Γιατί απλούστατα ελάχιστα πείθουν ή ολοκληρώνονται στο εντελώς πρώτο επίπεδο της αφήγησης και της εκφοράς της, έτσι ώστε να υπάρξει ουσιαστική δίοδος και για τα λοιπά επίπεδα ανάγνωσης. Όπως περίπου και σε ένα τυπικό αυτοτελές procedural της τηλεόρασης.
Δεν έχουμε διαβάσει το μυθιστόρημα του Ισραηλινού Ντρορ Μισανί, που γαλλοποιείται εδώ από τον (επίσης συν-σεναριογράφο) Ζονκά. Πάντως από τη διασκευή άλλα κομμάτια μοιάζουν να λείπουν (ανεπαρκέστατη η σκιαγράφηση του αστυνομικού ως πρώην οικογενειάρχη και της σχέσης του με τον γιο του), άλλα να περισσεύουν (το επαναλαμβανόμενο μοτίβο της περίπτυξης του Βισκοντί με τη μητέρα του αγνοούμενου), κι άλλα να σωρεύονται βιαστικά (οι διαδοχικές «ανατροπές» το τελευταίο ημίωρο που αψηφούν κάθε αληθοφάνεια).
Επιπλέον, καθόλου δε βοηθά η ερμηνευτική μανιέρα του Βενσάν Κασέλ, που παίζει τον λειτουργικό αλκοολικό καμπουριάζοντας, τρεκλίζοντας και μουρμουρίζοντας, με ανασηκωμένα τα μάγουλα και μισοσφιγμένα τα δόντια κάθε που απαυδά ή εκπλήσσεται, και τσουλούφι λαδωμένο να πέφτει στο κούτελο από μαλλί άπλυτο απ’ τον καιρό του Νώε. Η υπερβολή του απλά επιδεινώνει τις αδυναμίες ενός φιλμ που πριμοδοτεί τον εμπορικού τύπου εντυπωσιασμό σε βάρος μιας ουσιώδους μελέτης χαρακτήρων.