Οταν κυκλοφόρησε το 1984 η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Στίβεν Κινγκ «Firestarter» σε σκηνοθεσία του Μαρκ Λέστερ και με πρωταγωνίστρια, τη μικρούλα τότε, Ντρου Μπάριμορ, πολλοί ήταν εκείνοι, αναμεσά τους και ο ίδιος ο Κινγκ, οι οποίοι την θεώρησαν μια άνοστη μεταφορά χωρίς καμία συναισθηματική βαρύτητα τόσο για τους χαρακτήρες όσο και για την ίδια την ιστορία.
Μια δεύτερη κινηματογραφική προσπάθεια θεωρούνταν ήδη από τους φανς ως κάτι το επιτακτικό.
Και έτσι, μιας και βρισκόμαστε στην εποχή όπου κάθε βιβλίο του Κινγκ έχει αποδειχθεί ως ένα πραγματικό χρυσωρυχείο για τα στούντιο του Χόλιγουντ, δεν υπάρχει καλύτερη περίοδος από το σήμερα για να επισκεφτούμε ξανά την ιστορία της πυροκινητικής Τσάρλι και τον τρόμο που ετοιμάζεται να προκαλέσει σε όσους προσπαθήσουν να της κάνουν κακό. Μόνο που, όμως για άλλη μια φορά, μερικές ιστορίες καλύτερα να μένουν στο ράφι.
Η ιστορία δεν αλλάζει και πολύ από το βιβλίο ούτε και από την ταινία του 1984 μια και για περισσότερο από δέκα χρόνια οι γονείς της Τσάρλι, ο Αντι και η Βίκυ ζουν έναν εφιάλτη, προσπαθώντας να κρύψουν την κόρη τους από μια σκιώδη Ομοσπονδιακή Υπηρεσία που θέλει να εκμεταλλευτεί το πρωτοφανές χάρισμά της για τη δημιουργία πυρκαγιάς σαν χρήση όπλου μαζικής καταστροφής. Ο Αντι έχει διδάξει την Τσάρλι διάφορους τρόπους με τους οποίους μπορεί να εκτονώνει τη δύναμή της, η οποία προκαλείται από θυμό ή από πόνο. Αλλά καθώς η Τσάρλι γίνεται 11, ο έλεγχος της φωτιάς γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη υπόθεση. Υστερα από ένα περιστατικό που αποκαλύπτει την τοποθεσία που κρύβεται η οικογένεια, ένας μυστηριώδης πράκτορας αναλαμβάνει την αποστολή να κυνηγήσει την οικογένεια και να παγιδεύσει την Τσάρλι μια για πάντα. Η Τσάρλι όμως έχει διαφορετικά σχέδια.
Αυτή την φορά τη σκηνοθεσία αναλαμβάνει ο Κιθ Τόμας (δεύτερή του ταινία μετά την «Αγρυπνία» του 2019) σε σενάριο του Σκοτ Τιμς (ο οποίος έγραψε και το σενάριο του «Halloween Kills») έχοντας μάλιστα πίσω τους την Blumhouse, τους παραγωγούς της ταινίας «Ο Αόρατος Ανθρωπος», και τον Ακίβα Γκόλντσμαν. Ενας φαινομενικά ιδανικός συνδυασμός.
Μόνο που όμως τίποτα δεν λειτουργεί σε αυτό το αχρείαστο remake μια ταινίας η οποία πασχίζει από την αρχή να κρατήσει την ιστορία του Κινγκ ζωντανή. Τα λάθη του παρελθόντος επαναλαμβάνονται με μαθηματική ακρίβεια, λες και κανένας από τους συντελεστές δεν ενδιαφέρθηκε τουλάχιστον να μάθει έστω κάτι από όλα αυτά μιας και, για άλλη μια φορά, το σενάριο μοιάζει σε στιγμές γραμμένο στο πόδι και ασυνάρτητο. με χάρτινους χαρακτήρες και αδιάφορη ιστορία που, ως το τέλος δείχνει ολοένα καλύτερη ως προσάναμμα.
Εχοντας ως σύμμαχο του (ή μάλλον καλύτερα ως ορκισμένο εχθρό του) ένα από τα χειρότερα μοντάζ που έχουμε δει φέτος σε ταινία, ο Τόμας αδιαφορεί να χτίσει έστω και το ελάχιστο σασπένς στις σκηνές τις οποίες απλά σκηνοθετεί σε αυτόματο πιλότο και χωρίς καμία απολύτως ψυχή. Αδιαφορεί όμως περισσότερο, και αυτό είναι ένα τα χειρότερα σημεία της ταινίας, να προκαλέσει ανατριχίλες και τρόμο καθώς η Τσάρλι ανακαλύπτει σιγά σιγά τις δυνάμεις της, να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα αγωνίας όταν οι κυνηγοί της βρίσκονται μια ανάσα πίσω της ή έστω να κρατήσει ένα συναισθηματικό υπόβαθρο με όσα συμβαίνουν γύρω της. Ακόμα και στο αρκετά καυτό της φινάλε η ταινία μοιάζει περισσότερο ως φαρσοκωμωδία παρά ως κάτι που βγήκε από το μυαλό του σπουδαιότερου συγγραφέα τρόμου της εποχής μας.
Σίγουρα η «Πύρινη Οργή» δεν τιμά το έργο του Στίβεν Κινγκ, το οποίο αξίζει μιας πολύ καλύτερης μεταφοράς και από την ταινία του 1984 και, πόσο μάλλον, από αυτή του 2022. Και σίγουρα η μόνη οργή που θα νιώσει κάποιος θα είναι για τα λεφτά του εισιτηρίου που ξόδεψε αλλά και για τον χρόνο που έχασε για να την δει.