Το φινάλε του κινηματογραφικού «Χάρι Πότερ» άφησε ένα κενό εκεί όπου υπήρχε το παραμύθι κι η μαγική περιπέτεια και τα «Φανταστικά Ζώα» έρχονται να το αναπληρώσουν: αυτός είναι ο προφανής στόχος κι εκεί, θεαματικά, πετυχαίνουν. Κυρίως γιατί, σ’αυτήν εδώ την κινηματογραφική σειρά που μόλις ξεκινά και που έχει τέσσερα ακόμα σίκουελ προγραμματισμένα, κανείς δε δίνει την αίσθηση ότι προσπαθεί, απλώς, να καρπωθεί από την επιτυχία του παρελθόντος: η κάθε λεπτομέρεια, από το σενάριο και τα προφίλ των ηρώων, ως την εικόνα και το επίπεδο της παραβολής, είναι φροντισμένα με προσοχή και σεβασμό, ώστε να λειτουργούν και αυτόνομα.
Αυτό το «παρελθόν» βέβαια γίνεται ευθύς εξαρχής σαφές, καθώς η ταινία ξεκινά με λίγες νότες από το θέμα του «Χάρι Πότερ» και το «πνεύμα» του είναι διαρκώς εκεί. Όμως τα «Φανταστικά Ζώα» κρύβουν για μας έναν ολόκληρο κόσμο, με χαρακτηριστικά, κώδικες, ανθρώπους κι άλλα πλάσματα που θα χρειαστούν χρόνια, επιμονή κι αγάπη για να γνωρίσουμε καλά. Γι’ αυτό και το φιλμ μοιάζει κατά στιγμές παραγεμισμένο με σεναριακούς άξονες και ήρωες, αλλά έχουμε εμπιστοσύνη ότι όλα θα ξεκαθαριστούν η saga προχωρά.
Η ταινία, γραμμένη φυσικά από την Τζ. Κ. Ρόουλινγκ και σκηνοθετημένη από τον Ντέιβιντ Γιέιτς, που έχει τρεις «Χάρι Πότερ» στο ζωνάρι του, λειτουργεί ως πρίκουελ της ιστορίας του διοπτροφόρου μικρού μάγου. Τοποθετημένη στη Νέα Υόρκη το 1926, όταν η οικονομία οδεύει προς το κραχ και ο γενικευμένος τρόμος οδηγεί σε (εδώ, κυριολεκτικά), κυνήγι μαγισσών, βλέπει να καταφτάνει από την Αγγλία (αφότου πήρε μέρος και στον Α’ Παγκόσμιο), ο Νιουτ Σκαμάντερ. Ένα παλαιού τύπου geek, ο Νιουτ συλλέγει μαγικά πλάσματα σε μια δερμάτινη βαλίτσα με απύθμενο βάθος και ελαστικό πλάτος. Γνωρίζει τυχαία τον φέρελπι φούρναρη Τζέικομπ που, κατά λάθος, αφήνει κάποια από τα «φανταστικά ζώα» της βαλίτσας ελεύθερα στη Νέα Υόρκη, σε μια περίοδο έντονης ανησυχίας και φόβου. Στην προσπάθειά τους να ξαναμαζέψουν τα πλάσματα προτού προκαλέσουν την προσοχή των Αρχών, σύμμαχοί τους θα σταθούν η Ερευνήτρια (σαν ντετέκτιβ βγαλμένη από φιλμ νουάρ) Τίνα και η αδελφή της Κουίνι, με τη μαγική ικανότητα να διαβάζει τη σκέψη. Εναντίον τους το αυστηρό Κογκρέσο Μαγείας των Η.Π.Α., μια οργάνωση αντι-μάγων φονταμενταλιστών αλλά και μυστηριώδεις σκοτεινές δυνάμεις.
Οπως και ο Χάρι Πότερ αποσκοπούσε στο να μιλήσει για πολιτικές και κοινωνικές αξίες μέσα από μια παιδική ιστορία, έτσι και τα «Φανταστικά Ζώα» αποτελούν μια αλληγορία για τον φασισμό, τη μισαλλοδοξία, μια «παιδική» ματιά στην ανοχή, στην υποστήριξη της διαφορετικότητας. Επιπλέον όμως η ταινία έχει αληθινό σασπένς και δεν ξαποσταίνει σε προβλέψιμες ή συνηθισμένες ανθρώπινες σχέσεις.
Το μεγαλύτερό της ατού, τα «φανταστικά ζώα» για τα οποία γίνεται ο λόγος, πλάσματα με διαφορετικές μορφές και προσωπικότητες, βγαλμένες από την ασταμάτητη φαντασία της Ρόουλινγκ, είναι πανέμορφα, αξιαγάπητα, τρομακτικά όταν πρέπει, απόκοσμα, εξαιρετικά σχεδιασμένα σε CGI, πιο πρωτότυπα απ’ ό,τι έχουμε ως τώρα δει σε ταινίες του φανταστικού. Δίπλα στο εντυπωσιακό CGI, η φωτογραφία του Φιλίπ Ρουσελό και τα κοστούμια της Κολίν Ατγουντ (μία οσκαρική υποψηφιότητα βέβαη, αν όχι πολλές περισσότερες), αναδημιουργούν τη Νέα Υόρκη του μεσοπολέμου, σχεδόν ασπρόμαυρη, νοσταλγική, γοητευτική, γεμάτη μυστήριο, αυστηρές γραμμές και ξέφρενη διάθεση.
Η Κάθριν Γουότερστον (στον αντίποδα της Ερμιόνης της Εμα Γουότστον), ως Τίνα είναι αρκετά ενδιαφέρουσα ώστε να θέλεις να την αποκωδικοποιήσεις, οι δεύτεροι ρόλοι θαυμάσια διαλεγμένοι, με τον Κόλιν Φάρελ να μοιάζει να διασκεδάζει και τον Τζόνι Ντεπ να υπόσχεται καλή παρέα στις επόμενες ταινίες. Ο ίδιος ο Εντι Ρέντμεϊν, ως Νιουτ Σκαμάντερ, είναι ο αδύναμος κρίκος της ταινίας: με μια προσωπικότητα που ακόμα δε μοιάζει ελκυστική αλλά, κυρίως, ένα παίξιμο σωματικό, σκευρωμένο, που θυμίζει περισσότερο τον φοιτητή Στίβεν Χόκινγκ ή τις αμήχανες στιγμές της Λίλι Ελμπε στο «Κορίτσι απ’ τη Δανία», μοιάζει υπερβολικά επιτηδευμένος χωρίς λόγο, κάνοντας δύσκολη τη συμπάθεια και την ταύτιση.
Τα «Φανταστικά Ζώα και πού τα Βρίσκεις» δεν είναι μια ταινία που απογειώνει: είναι, όμως, ένα υπέροχο παραμύθι από εκείνα που είχαμε χρόνια να δούμε, που ξεκινά σταθερά και γοητευτικά, δίνοντας υποσχέσεις για μεγαλείο προσεχώς.