Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, στα 60 του ήδη, αποφασίζει να βάλει μια και καλή τέρμα στην υπαρξιακή του πάλη με το σκότος, αυτή που δεν είχε πάψει να επανέρχεται διαρκώς παραλλαγμένη στην φιλμογραφία του επί τέσσερις δεκαετίες. Και γράφει ένα πρώτο σενάριο-ποταμό για μια πιθανή τηλεοπτική μίνι σειρά, μια οικογενειακή ιστορία εποχής, μυθοπλασία καθαρή μεν, όμως με βιωματικά στοιχεία να τη διαποτίζει σε μήκος και πλάτος. Είναι το «Φάννυ και Αλέξανδρος», που θα γίνει σενάριο ντεκουπαρισμένο λίγο καιρό μετά, και έργο κινηματογραφικό το 1982, το πιο φιλόδοξο και ακριβό στα μέχρι τότε χρονικά του σουηδικού σινεμά.
Πρόκειται για την ιστορία των Εκνταλ, μιας εκτεταμένης φαμίλιας αστών στην Ουψάλα κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, μέσα από τα μάτια και τις εμπειρίες πρωτίστως των ομότιτλων παιδιών. Αδέλφια ανήλικα, η Φάννυ και ο Αλέξανδρος χαίρονται τις διηγήσεις και τα θεάματα που έχει να τους προσφέρει η καλλιτεχνικής καταγωγής οικογένειά τους, ανατρέφονται με τα φώτα που τους δίνουν τα μέλη της -ο πατέρας και η γιαγιά τους, φημισμένοι ηθοποιοί και οι δυο, η αφοσιωμένη μητέρα τους, οι ελαφρώς εκκεντρικοί θείοι. Όμως ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα στη διάρκεια μιας πρόβας, και η ακόλουθη απόφαση της χηρεμένης μητέρας να παντρευτεί έναν συντηρητικό πάστορα, θα αλλάξει ριζικά τη ζωή τους.
Ο Μπέργκμαν, γιος αυστηρού παπά ο ίδιος, περιγράφει με ανατριχιαστική λεπτομέρεια τούτη τη μετάβαση από το παιχνίδι και την ανεμελιά στα δεσμά της άκρατης πειθαρχίας, από το φως στο σκοτάδι, από τη χαρά στη δυστυχία. Ζει θαρρείς στο πετσί του τις θλιμμένες θύμησες των Έκνταλ από τη χαμένη ευτυχία και τρέμει σύγκορμος με την αγωνία τους για το μέλλον, την οποία μεταφέρει δονούμενη και στον θεατή. Στο μόνο που ελπίζουν τώρα η Φάννυ και ο Αλέξανδρος είναι η φυγή. Που ο Μπέργκμαν έχει φυσικά προσχεδιάσει στο μισοβιωματικό του σενάριο, έτοιμος ων να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με ο, τι απόκοσμο, δυσεξήγητο, τρομακτικό βάραινε την φυσική και καλλιτεχνική του ύπαρξη μια ζωή.
Μια φυγή που θα τελεστεί με το κάψιμο της πατρικής φιγούρας, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Με τον αφανισμό του δεσπότη, του Δημιουργού, του Θεού. Και μαζί του ίδιου του φόβου, αν δεχτούμε πως οποιοσδήποτε φόβος μας ανάγεται τελικά σε εκείνον του θανάτου. Υπ’ αυτή την έννοια, το «Φάννυ και Αλέξανδρος», που ο σκηνοθέτης προόριζε τότε για τελευταία του ταινία (θα ακολουθούσαν αρκετές τηλεοπτικές δουλειές, με κύκνειο άσμα το «Saraband» του 2003), σηματοδοτεί την οριστική νίκη του Μπέργκμαν επί της τυραννίας της μεταφυσικής. Έναν θρίαμβο της Τέχνης επί των θρησκευτικών δογμάτων, έναν συγκινητικό εναγκαλισμό της χαράς της ζωής, άρα και τον πιο αισιόδοξο επίλογο στο μεγαλειώδες έργο του.