Ο Φιοραβάντε και ο Μάρεϊ είναι δυο 55άρηδες φίλοι που ζουν στη Νέα Υόρκη και προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με όσα… δεν έχουν. Ο Φιοραβάντε περιποιείται με αγάπη τα λουλούδια στο ανθοπωλείο του, ο Μάρεϊ αναγκάζεται να κλείσει το μαγαζί του με σπάνια βιβλία. Η λύση για να βγάλουν χρήματα έρχεται ως αποκάλυψη: ο Μάρεϊ θα είναι ο διακριτικός και καλλιεργημένος «νταβαντζής» κι ο Φιοραβάντε ο επί πληρωμή εραστής πλουσίων, ανικανοποίητων κυριών του Μανχάταν. Οχι γιατί είναι όμορφος ή αισθησιακός, το αντίθετο, αλλά γιατί είναι ευαίσθητος και ξέρει πώς να κάνει μια γυναίκα να νιώσει προστατευμένη και επιθυμητή. Η επιχείρηση ξεκινά και πηγαίνει θαυμάσια, αλλά στην πορεία ένας απρόσμενος, απαγορευμένος έρωτας θα χτυπήσει την πόρτα του Φιοραβάντε και θα ανατρέψει τη νέα του επαγγελματική προοπτική.
Ο Τζον Τορτούρο γράφει και σκηνοθετεί μια ταινία σε απόλυτα γουντιαλενικό ύφος, με τον Γούντι Αλεν για συμπρωταγωνιστή του, 14 χρόνια μετά την τελευταία φορά που ο Γούντι δοκίμασε κάτι τέτοιο, στο «Picking Up the Pieces». Από τους ασπρόμαυρους τίτλους αρχής, στους νωχελικούς περιπάτους στις γειτονιές της Νέας Υόρκης με ζεστό φως και μια φουριόζα καθημερινότητα, στα σταθερά πλάνα των ηρώων που μονολογούν χαριτωμένα. Φυσικά ο Τζον Τορτούρο δεν είναι Γούντι Αλεν και δεν καταφέρνει να συγκρατήσει αυτή τη σκωπτική και μαζί τρυφερή διάθεση ως το τέλος της ταινίας του.
Το αρχικό εύρημα δυο απρόσμενων Δον Ζουάν που, παρότι losers, κατορθώνουν να εγκλωβίζουν σε μια στοιχειώδη αγκαλιά τις ωραιότερες γυναίκες – το λεσβιακό δίδυμο Σάρον Στόουν και Σοφία Βεργκάρα είναι εκρηκτικό στην οθόνη, παρότι παραμένει… συμμαζεμένο και οριακά ντυμένο – είναι εξαιρετικά διασκεδαστικό και δίνει άφθονες αφορμές για κωμικούς, αυτοσαρκαστικούς διαλόγους που προσπαθούν να θέσουν τα όρια των ερωτικών σχέσεων, υπονομεύοντας κάθε στιγμή τους κανόνες.
Με το που έχει, ωστόσο, θέσει για τα καλά τα δεδομένα για ν’ αναπτύξει μια έξυπνη κωμωδία χαρακτήρων και πεποιθήσεων, ο Τορτούρο αλλάζει πορεία. Σα να ντρέπεται να παρουσιάσει «απλώς» μια χαριτωμένη ιστορία με χιούμορ, προχωρά σε μια παράλληλη πλοκή ενός αδιέξοδου έρωτα και, φυσικά, θρησκευτικών περιορισμών και ενοχών, με επίκεντρο την εβραϊκή αυστηρή παράδοση, η οποία μετατρέπει λίγο-λίγο το χαμόγελο σε χασμουρητό. Το δεύτερο μισό του φιλμ είναι γεμάτο με άσκοπη μελαγχολία, μια ρετρό νοσταλγία και μια ιστορία που δεν υποστηρίζεται από τους ήρωές της, ούτε και ελκύει τον θεατή. Η ανατροπή των στερεότυπων στις ερωτικές σχέσεις ξεχνιέται, μαζί και η απολαυστική ελαφρότητά της και η ταινία γίνεται μια επιδερμική δραμεντί που αναζητά λίγη χρυσόσκονη από τη Νόρα Εφρον, ή, ακόμα ευκολότερο, λίγη οξυδέρκεια από τον Γούντι Αλεν που ξεχνιέται στις επιταγές της Τανάκ. Κι έτσι το κέφι ξεθωριάζει σαν τον απρόσμενο ζιγκολό της ιστορίας και το μόνο που διατηρεί την ατμόσφαιρά του είναι η Νέα Υόρκη, έτοιμη για την επόμενη ταινία.