Η πιο σινεφίλ αναφορά στο «Πρόσωπο με Πρόσωπο» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν βρίσκεται στο «Νευρικό Εραστή» του Γούντι Αλεν, δηλωμένα ορκισμένου θαυμαστή του Σουηδού σκηνοθέτη. Εκεί, ο ήρωας που υποδύεται ο Γούντι Αλεν, ο Αλβιν, φτάνει αργοπορημένος στο σινεμά μαζί με την Ανι και αρνείται να μπει στην αίθουσα για να δει την ταινία του Μπέργκμαν, η οποία έχει ήδη ξεκινήσει, αφού είναι σαφής στο τελετουργικό του, πως κάθε ταινία πρέπει να τη βλέπεις ολόκληρη από την αρχή μέχρι το τέλος.
Ο Γούντι Αλεν έχει δίκιο (έτσι κι αλλιώς και για κάθε ταινία). Αν χάσεις τα πρώτα λεπτά του «Πρόσωπο με Πρόσωπο», τότε θα χάσεις το πρώτο και ίσως σημαντικότερο τελικά στοιχείο που δίνει ο Μπέργκμαν για ό,τι θα ακολουθήσει στην ιστορία της Τζένι, μιας διακεκριμένης ψυχιάτρου που κατά τη διάρκεια ενός καλοκαιριού θα βυθιστεί μέσα στα όνειρα, τα οράματα και τις ψευδαισθήσεις πριν οδηγηθεί σε ένα ισχυρό νευρικό κλονισμό.
Στην πρώτη σκηνή της ταινίας, η Τζένι βρίσκεται μέσα σε ένα άδειο σπίτι. Γρήγορα μαθαίνουμε ότι είναι το σπίτι της από το οποίο φεύγει για πάντα. Σύντομα θα μετακομίσει σε νέο σπίτι μαζί με το σύζυγό της που λείπει στην Αμερική και την κόρη της που λείπει σε μια κατασκήνωση και προσωρινά θα επιστρέψει στο παιδικό της δωμάτιο στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού για να περάσει το καλοκαίρι μαζί τους. Σε λιγότερο από μια ώρα μέσα στην ταινία, η Τζένι θα επιστρέψει στο άδειο (της) σπίτι για να γίνει μάρτυρας και θύμα μιας αποτρόπαιας σκηνής, μόνο που ήδη πλέον ό,τι βλέπουμε στο «Πρόσωπο με Πρόσωπο» δεν είναι ξεκάθαρο αν είναι πραγματικότητα ή φαντασία, όνειρο ή όραμα, προβολή ή απόκρυφη επιθυμία.
Παίζοντας με σαφείς ψυχαναλυτικούς όρους (το άδειο σπίτι στη θέση του μυαλού, η επιστροφή στην παιδική ηλικία, πόρτες που ανοίγουν στο υποσυνείδητο), ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν επιχειρεί με το «Πρόσωπο με Προσωπο« να εικονογραφήσει την ψυχική διαταραχή μιας γυναίκας σαν να επρόκειτο για ένα όνειρο μέσα σε ένα όνειρο (ή, γιατί όχι, και μια ταινία μέσα σε μια άλλη ταινία) - θεματική και τεχνική που χρησιμοποίησε σε μικρότερο βαθμό σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του, είτε σε μεμονωμένες σκηνές ονείρου (όπως στις «Αγριες Φράουλες») είτε σε πιο εκτεταμένες γκρίζες ζώνες ανάμεσα στο συνειδητό και το υποσυνείδητο.
Λεπτό με το λεπτό, σκηνή με τη σκηνή, όνειρο με το όνειρο χτίζεται μεθοδικά μια παραισθησιογόνα ατμόσφαιρα που δίνει στον Μπέργκμαν την ευκαιρία να επιστρέψει, δέκα χρόνια μετά, στις υπαρξιακές προβληματικές που ο ίδιος έθεσε ανεξίτηλα με την «Περσόνα», εδώ χωρίς να χρειάζεται μια δεύτερη ηθοποιό για τη δυαδική του αναγωγή - πρόδηλη στον τίτλο αλλά και στη μεγάλη σκηνή της συνάντησης της Τζένι με τον εαυτό της - δίνοντας στη Λιβ Ούλμαν όλο το χώρο για μια bigger than life ερμηνεία που προτάθηκε δίκαια στην εποχή της για Οσκαρ Α’ Γυναικείου ρόλου.
Η μανιέρα του Μπέργκμαν είναι κάτι περισσότερο από προφανής και αυτή που, ειδικά σε αυτήν την ταινία, τον προδίδει περισσότερο από κάθε άλλη φορά, σε συνδυασμό με ένα αμείλικτο πέρασμα του χρόνου που μοιάζει να έχει περάσει πάνω από το «Πρόσωπο με Πρόσωπο». Ολα τα όνειρα δεν λειτουργούν το ίδιο… ψυχαναλυτικά, υπάρχουν στιγμές που η σοβαρότητα όσων λέγονται χαλαρώνει επικίνδυνα προς τη φλυαρία (η αντίστιξη με τη «σιωπή» της «Περσόνα» είναι καθοριστική), το γοτθικό στοιχείο (που φέρνει μνήμες από την εικονογραφία του κακού στο «Μωρό της Ρόζμαρι») δεν υπηρετεί πάντα την ατμόσφαιρα του τρόμου, η Λιβ Ούλμαν είναι τόσο «συγκλονιστική» που υπάρχουν στιγμές που χάνει το μέτρο και η σκηνή του βιασμού (και, κυρίως, της αφήγησής της), αν κάποτε ήταν αμφιλεγόμενη, σήμερα μοιάζει μέχρι και αντιδραστική.
Επηρεασμένος ολοφάνερα από τα '70s, τη σεξουαλική απελευθέρωση, τις νέες πρακτικές στην ψυχανάλυση που ήταν τόσο της μόδας και με συνειδητή πρόθεση να ενοχλήσει (όπως δεν δίστασε πολλές φορές στη καριέρα του), ο Μπέργκμαν ολοκληρώνει με το «Πρόσωπο με Πρόσωπο» μια από τις όχι πραγματικά δυνατές στιγμές του, σε μια ταινία υπερτιμημένη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ένα κομμάτι σινεμά που, όσο κι αν σήμερα μοιάζει υπερβολικά «απλοϊκό» για να μοιάζει «ψυχαναλυτικό», παραμένει μια αποκαλυπτική ματιά στο αναπόφευκτο του χρόνου που περνάει, τις περίεργες διαδρομές του μυαλού, τις νευρώσεις που όσο κι αν πιστεύουμε ότι μένουν καταχωνιασμένες στο παιδικό δωμάτιο, βρίσκουν πάντα τρόπο να ανοίξουν την πόρτα.