Ενας φέρελιπις συγγραφέας έχει βάλει στον πάγο την κοπέλα του κι έχει αποτραβηχτεί στα χιόνια του Καναδά για να μπορέσει να γράψει. Οδηγώντας ένα τυχαίο πρωινό έχει ένα τραγικό δυστύχημα: σκοτώνει ένα μικρό αγόρι που έκανε έλκυθρο με τον αδελφό του. Ο ήρωας, ο Τόμας, η νυν και η επόμενη σύντροφός του, το επιζόν αγόρι κι η δική του μητέρα συνδέονται μ' ένα νήμα ενοχής και αποζημίωσης που ξεκινά από το πνευματικό κουβάρι του Τόμας, ενός άντρα που φοβάται να νιώσει, ή να παραδοθεί στα ανθρώπινα.
Ο Βιμ Βέντερς αφήνει για λίγο κατά μέρος τα ντοκιμαντέρ που έχουν τραβήξει το ενδιαφέρον του τα τελευταία χρόνια κι επιστρέφει στη μυθοπλασία, με μια ταινία που είναι σαφώς καλύτερη από τις προηγούμενες φιξιόν του (μην θυμηθείτε το «Palermo Shooting»), πολύ όμως απέχουν από το μεγαλείο του πρώτου μέρους της καριέρας του. Επιλέγοντας να γυρίσει ένα «κανονικό», ανθρώπινο δράμα με 3D (αφού το χρησιμοποιήσε εξαιρετικά στην «Pina» και στο κομμάτι του στο πολυσυλλεκτικό «Cathedrals of Culture»), ο Βέντερς προσπαθεί, φυσικά, να μεγιστοποιήσει την αμεσότητα και την αλήθεια των προσώπων στην οθόνη. Μόνο που για ν' ακουστούν αληθινοί, οι ήρωες αυτοί πρέπει να έχουν και κάτι ενδιαφέρον να πουν. Πόσω μάλλον όταν στην Ελλάδα η ταινία θα προβληθεί μόνο στις συμβατικές δύο διαστάσεις της, ισοπεδώνοντας το όραμα του Γερμανού σκηνοθέτη.
Γυρισμένη στις χιονισμένες πλαγιές του Καναδά και σε πανέμορφα σπίτια και καφέ του Μόντρεαλ, αποτυπώνοντας τη φύση και το αστικό τοπίο σε πλάνα φωτισμένα με φλόγα πορτοκαλί, ζεσταμένα από μια «εσωτερική» φωτιά, ο Βέντερς πλάθει έναν κόσμο σα βγαλμένο από παραμύθι, προστατευμένο σε μια χιονόμπαλα δικής του έμπνευσης, όπου οι μοναδικές υπάρξεις είναι οι δικοί του ήρωες. Η ιστορία τους κινείται ανάμεσα σ' ένα κοινωνικό θρίλερ όπως θα το έκανε (ωραιότερα) ο Πολάνσκι και σ' ένα αποστασιοποιημένο δράμα όπως θα έκανε (καλύτερα) κάποιος Σκανδιναβός συνάδελφός του.
Ωστόσο το ίδιο το σενάριο της ταινίας, οι διάλογοι και οι προθέσεις του υπολείπονται πολύ για ν' ανταπεξέλθουν στο εικαστικό και οικονομικό πλαίσιο με το οποίο τους υποδέχεται η ταινία. Ο Τζέιμς Φράνκο δίνει μια αξιοπρεπή ερμηνεία, με ανόητα λόγια στο στόμα. Ο ήρωάς του, σαν βγαλμένος από μια προτεσταντική συνείδηση, ταράσσει με την πράξη του, το ατύχημα της αρχής, την τάξη των πραγμάτων και, στη συνέχεια, πρέπει να δουλέψει ώσπου να συγχωρεθεί και να συγχωρέσει, για να αποκαταστήσει την κανονικότητα στη ζωή του, να επιβληθεί το κυριολεκτικό κι όχι ειρωνικό «every thing will be fine». Η Ρέιτσελ ΜακΑνταμς, η Σαρλότ Γκενσμπούργκ και η Μαρί Ζοζέ Κροζ ενσαρκώνουν τις τρεις γυναίκες, γραμμένες με ελαφρές δόσεις υστερίας ή απλώς αδιαφορίας - τα γυναικεία πορτρέτα, άλλωστε, ποτέ δεν ήταν το φόρτε του Βέντερς.
Κυρίως το σημείο όπου το «Every Τhing Will be Fine» (με την λέξη everything χωρισμένη στα δύο!) προδίδει τις καλές προθέσεις του θεατή, είναι οι προσδοκίες που το ίδιο θέτει. Μια ακριβή παραγωγή, με ακριβό 3D, με έξοχα εξωτερικά πλάνα, ένα πολυτελές περιβάλλον, σπίτια βγαλμένα από το Architectural Digest κι ένα επώνυμο, διεθνές καστ. Χωρίς λόγο ακριβώς, χωρίς να απαιτούνται, ή να προσφέρουν κάτι επιπλέον στην ταινία, παρά επιφάνεια. Αλλά εφόσον ο Βιμ Βέντερς μπορεί, ο Βιμ Βέντερς κάνει. Κι εμείς περιμένουμε απλώς το επόμενο ντοκιμαντέρ του.