Η πρώτη ταινία της σκηνοθέτη Βαλέρια Γκολίνο, το «Μέλι», ήταν ένα φιλμ που δεν φοβόταν να βάλει τον πήχη ψηλά, να αναμετρηθεί με ταμπού και να δοκιμάσει με γενναίο τρόπο να αναμετρηθεί με κάτι αληθινά φιλόδοξο και μεγάλο. Κάπως έτσι η δεύτερη αποπειρά της ως δημιουργός δεν μπορεί να μοιάζει παρά με οπισθοχώρηση όταν αυτό που παραδίδει δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα αναμφίβολα καλογυρισμένο, μα κενό και στα όρια των οπισθοδρομικών κοινωνικών στερεοτύπων μελόδραμα.
Στο κέντρο της ιστορίας του βρίσκονται δυο αδέλφια ο ηδονιστής, ξέφρενος Ματέο, ένας επιχειρηματίας που μοιάζει να ζει μια ζωή βγαλμένη από τα χειρότερα κλισέ της απεικόνισης των gay χαρακτήρων στο σινεμά άλλων εποχών. Ναρκωτικά, πάρτι, κενές φιλίες, επιφανειακές σχέσεις, λατρεία του χρήματος. Κι ένα αληθινά υπέροχο σπίτι και ρούχα. Στον αντίποδα του, ο αδελφός του Ετόρε είναι καθηγητής σε σχολείο και ζει ακόμα στη μικρή επαρχιακή πόλη όπου οι δυο τους γεννήθηκαν. Εχοντας ερωτευτεί μια άλλη γυναίκα από την σύζυγό του, αλλά ακόμη κι αν βρίσκονται σε διάσταση βρίσκεται ακόμη σε δίλημμα για το τι πρέπει να κάνει.
Οταν θα διαγνωστεί με καρκίνο στον εγκέφαλο ο Ματέο θα του κρύψει την αλήθεια όπως κι απ όλη την οικογένειά του και θα τον μεταφέρει στο διαμέρισμά του στη Ρώμη, όπου φυσικά ακριβώς όπως περιμενετε, σταδιακά θα ανακαλύψει ότι τα ναρκωτικά το χρήμα και το ευκαιριακό σεξ δεν είναι τίποτα μπροστά στην αδελφική αγάπη.
Η συναισθηματική διαδρομή των δύο χαρακτήρων είναι φυσικά ξεκάθαρη σε οποιονδήποτε έχει δει ένα ή δυο μελοδράματα στην ζωή του, αλλά η αλήθεια είναι ότι η Γκολίνο κινηματογραφεί φιλόδοξα τους ήρωες και το περιβάλλον της, κάνοντας μια λαμπερή, άψογη τεχνικά κι αναμφίβολα καλογυαλισμένη ταινία που όμως δεν κατορθώνει να κρύψει την μπανάλ υφή της ιστορίας της.
Παρά την φωτογένεια των εικόνων του και του καστ του παρά τις φιλόδοξες προθέσεις του για ένα συγκινητικό κομμάτι ειλικρινούς δράματος, το «Euphoria» μπορεί να γλιστρά άκοπα στον αμφιβληστροειδή, αλλά δεν αφήνει παρά το πιο ελάχιστο ίχνος στην καρδιά ή το μυαλό.