Παρίσι, 1890: Ο Ζορζ Ντιρόι, ένας πρώην βετεράνος στην κατάκτηση της Αλγερίας καταλήγει στους κακόφημους δρόμους και τα μπορντέλα του Παρισιού. Σ' ένα όμως γύρισμα της τύχης, ένας πρώην συμπολεμιστής του τον αναγνωρίζει και τον προσκαλεί να δουλέψει στην εφημερίδα του και να δειπνήσει στο σπίτι του. Μπαίνοντας στα σαλόνια της «Mπελ Eπόκ» υψηλής κοινωνίας, ο Ζορζ αποφασίζει να μην ξαναβγεί ποτέ. Ξεκινώντας από τη σύζυγο του φίλου του και συνεχίζοντας με τις υπόλοιπες κυρίες του κύκλου του, την παθιασμένη πιτσιρίκα Κλοντίντ και την στεγνωμένη μεσήλικη Βιρζινί, ο Ζορζ χρησιμοποιεί το σεξ ως την απόλυτη δύναμη, αναρριχάται, αποκτά επιρροή και προκαλεί φθόνο. Μόνο που στην επικίνδυνη αυτή κούρσα, δεν συνειδητοποιεί ότι το πάθος εύκολα μετατρέπεται σε (αυτο)καταστροφική εμμονή. Οπως ακριβώς και η εύκολη φήμη...
H θεατρική συγγραφέας Ρέιτσελ Μπένετ αναλαμβάνει την πολύ δύσκολη αποστολή να διασκευάσει τις 400 σελίδες του ομώνυμου μυθιστορήματος του Γκι Ντε Μοπασάν σε ένα σενάριο με αρχή μέση και τέλος. Δυστυχώς αποτυγχάνει. Κι αυτό γιατί προσπαθεί μονομερώς αυτό ακριβώς: απλά την αρχή, την μέση και το τέλος. Μία τέτοια πολυσύνθετη ιστορία χρειάζεται όγκο, ανάσες, κρυφές στιγμές που θα αποκαλύπτουν τους ήρωες, τις αδυναμίες, τα πάθη, τις λεπτομέρειες που κάνουν τα ανθρώπινα όντα μοναδικά. Η ιστορία που τους ενώνει, τα ίδια τα γεγονότα, οι καρμικές συμπτώσεις, οι συγκρούσεις - με άλλα λόγια «η πλοκή»- δεν μπορούν να έχουν καμία σημασία, αν λείπει το στιβαρό χτίσιμο των ηρώων και, κυρίως, των ηρωίδων.
Η Μπένετ αφήνει τους χαρακτήρες στην επιφάνεια, δίνοντάς τους σχηματικές συμπεριφορές που εύκολα, λόγω της σεξουαλικής φύσης του έργου, τους μετατρέπουν σε σαρκικές καρικατούρες. Η σκηνοθεσία των θεατρικών ευυπόληπτων βετεράνων Ντέκλαν Ντόνελαν και Νικ Ορμεροντ δεν μπορεί να κάνει πολλά για να βοηθήσει: είναι υπέρ τους που ζωντανεύουν αξιοθαύμαστα την παριζιάνικη Μπελ Επόκ (με έξοχη σκηνογραφία και λαμπερά κουστούμια), αλλά το ότι χάνουν και αυτοί το μεδούλι του έργου του Μοπασάν μοιάζει αξιοπερίεργο για θεατράνθρωπους. Χάνουν την ευκαιρία να δείξουν τις εσωτερικές συγκρούσεις, χάνουν τον ρυθμό (η ταινία είναι μικρή αλλά μοιάζει ατελείωτη), χάνουν το δράμα και τους μένει μόνο... η εποχή.
Σχεδόν λυπάσαι το ανεκμετάλλευτο καστ. Η Κριστίν Σκοτ Τόμας μετατρέπεται σ' ένα κουβάρι νεύρωσης, η Ούμα Θέρμαν αποδεικνύει ότι όταν δεν έχει ισχυρή σκηνοθετική καθοδήγηση παγώνει στα σημεία, η Κριστίνα Ρίτσι προσπαθεί φιλότιμα, αλλά δεν μπορεί να απογειώσει κάτι που δεν υπάρχει στο χαρτί.
Και όσο για τον Ρόμπερτ Πάτινσον... Συνοφρυωμένο βλέμμα, σφιγμένα χείλη. Αυτή είναι η συνεισφορά του στο πορτρέτο του Ζορζ. Αγνοούμε αν αυτές ήταν οι οδηγίες που πήρε ή αν ακόμα η έλλειψη εμπειρίας του τον καθιστά άγουρο για ρόλους που απαιτούν πολλά περισσότερα από το να είσαι ένα χλωμό ομορφόπαιδο. Ομως είναι σχεδόν επώδυνο να τον βλέπεις σ' αυτή την ταινία να εκτίθεται έτσι.
Αποτέλεσμα; Ενα όχι απλά ρηχό, αλλά κενό διάβασμα στον Μοπασάν. Μία ταινία που θα αποτελεί για χρόνια παράδειγμα χαμένης ευκαιρίας. Ενα πάθος αναίμακτο, παγερό και καθόλου επικίνδυνο.