Η Μάρλεϊ είναι μια χειραφετημένη κοπέλα, καριερίστα, που δεν έχει λύσει τα ζητήματά της με τους γονείς της και που, απολαμβάνοντας την ασφάλεια από τους δύο κολλητούς της φίλους (μία quirky hipster κι έναν έγχρωμο πανέμορφο gay γείτονα), αλλάζει τους ερωτικούς της παρτενέρ σαν τα πουκάμισα, απρόθυμη να δεσμευτεί. Μόνο που όταν ο καρκίνος, σε καλπάζουσα μορφή, θα της χτυπήσει την πόρτα, η Μάρλεϊ θ’ αναγκαστεί ν’ αναθεωρήσει και να καλωσορίσει τις συναισθηματικές επενδύσεις που θ’ αλλάξουν τη ζωή της, έστω και χωρίς μέλλον στον ορίζοντα.

Η σκηνοθέτης Νικόλ Κασέλ αλλάζει άρδην προφίλ και από την αυτοσυγκράτηση και την ήρεμη σκληρότητα του «The Woodsman» πέφτει στη γοητευτική παγίδα του «γυναικείου σινεμά», όπου όλα είναι ιδιαίτερα και ατμοσφαιρικά και τίποτα δεν είναι τρέχον, αδιάφορο, ή συγκυριακό.

Η δράση λαμβάνει χώρα στη Νέα Ορλεάνη, που προσφέρει το απαιτούμενο μποέμ σκηνικό και ξεβάφει πάνω στην ηρωίδα επικούρειο χαρακτήρα. Η Μάρλεϊ είναι εκπληκτική επαγγελματίας, ταλαντούχα και καπάτσα και παίζει τους άνδρες του επαγγελματικού στίβου στα δάχτυλα, μαζί και το τόσο βολικό αφεντικό της – μ’ έναν αναξιοποίητο Στίβεν Γουέμπερ στο ρόλο. Είναι επίσης πολύ καλή στο κρεβάτι, αλλά ασπαζόμενη (πριν αρρωστήσει) το ανδρικό στερεότυπο, δεν αφήνει κανέναν να περάσει το βράδυ μαζί της: είναι ελεύθερο πνεύμα!

Αλλά κι όταν γίνει η διάγνωση του καρκίνου της, η Μάρλεϊ θα αντιμετωπίσει τα πράγματα εξίσου γραφικά. Από κακομαθημένο, ευέξαπτο, γκρινιάρικο κορίτσι θα δουλέψει με τον εαυτό της για να γίνει ανεκτική, ειλικρινής και μειλίχια. Ο γιατρός που θα την αναλάβει είναι ο ωραίος Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ (τι κρίμα που ο φακός της Κασέλ δείχνει απροκάλυπτα πόσο μικροκαμωμένος είναι!), που θα πέσει και στον έρωτά της φυσικά. Οι δεύτεροι ρόλοι, παρότι γραμμένοι εκνευριστικά σχηματικά, ενσαρκώνονται από ένα ευφάνταστο, δημιουργικό καστ που αποτελεί και το πλεονέκτημα της ταινίας: η Ρόζμαρι ΝτεΓουίτ και η Λούσι Παντς είναι θαυμάσιες ως διαμετρικά αντίθετες κολλητές φίλες της Μάρλεϊ: η πρώτη – φευ! – παντρεμένη νοικοκυρά με παιδιά, άρα αυτομάτως συμβιβασμένη και δειλή και η δεύτερη καταπιεσμένη καλλιτέχνης καρικατούρα. Ο Ρόμανι Μάλκο, ως αναπόσπαστος gay φίλος, προλαβαίνει ν’ αναδειχθεί σε σύμβολο του σεξ και είναι και καλός και λαμπερός ηθοποιός – είναι χαρά μας να τον βλέπουμε να ξεπορτίζει από τη μικρή (του «Weeds», για παράδειγμα), στη μεγάλη οθόνη. Ο Τριτ Γουίλιαμς και η Κάθι Μπέιτς κάνουν ό,τι μπορούν για να δώσουν υφή και ουσία στους τετριμμένους ρόλους των γονιών της Μάρλεϊ: του αδιάφορου πατέρα και της υποταγμένης μητέρας με τη χρυσή καρδιά. Ο Πίτερ Ντίνκλατζ έχει, παρότι μικροσκοπικός, ένα τεράστιο ερμηνευτικό εκτόπισμα και καταφέρνει να μετατρέψει σε παιχνίδι με το θεατή, την κατεξοχήν ανόητη σκηνή της ταινίας. Οσο για τη Γούπι Γκόλντμπεργκ, μόνο η ολιγόλεπτη εμφάνισή της και η ίδια η επιλογή της Κασέλ να της αναθέσει το ρόλο του Θεού, παίρνει όλα τα εύσημα. Κι ως Μάρλεϊ, η Κέιτ Χάντσον, που ουδέποτε ήταν σπουδαία ηθοποιός, έχει, όμως, ακόμα, την ίδια μαγνητική δροσιά και φρεσκάδα που είχε πριν από μια δεκαετία, όταν ήταν «Almost Famous».

Μόνο που η Νικόλ Κασέλ μοιάζει ν’ απέκτησε αυτό το χαρισματικό καστ από βίσμα, σκηνοθετώντας το σα να κρατάει χαρτομάντηλο για να μη λερωθεί και μ’ ένα σενάριο μέσα στην αφέλεια, την ωραιοποίηση και το κλισέ.

Αν κάτι μένει ως ανάμνηση από την ταινία, είναι ότι, στις καθαρές γραμμές του «tearjerker», χαρίζει μια γερή εκτόνωση κλάμματος, θέλοντας και μη. Αυτό, όμως, δεν την κάνει καλύτερη ταινία – την κάνει απλώς πιστή στο είδος της και φυσιολογικό αποτέλεσμα του δραματικού της θέματος.