Μπορεί κανείς να ψάξει (και να υποστηρίξει ακόμα) πολλές αναγνώσεις για το «Eμα», τη νέα ταινία του Χιλιανού Πάμπλο Λαραΐν (πρώτη μετά το «Jackie») ή να την απορρίψει ως ένα κενόδοξο και υπερφίαλο τίποτα, αυτό που δεν μπορεί, όμως, σε κάθε περίπτωση, να σταματήσει να κάνει, μόλις πέσουν οι τίτλοι τέλους, είναι να συνεχίσει να δονείται στον ηλεκτρισμένο κι εκστατικό ρυθμό της. Γιατί η «Εμα» έχει τη σαρωτική δύναμη μιας λαίλαπας, που εκρήγνυται και γίνεται παρανάλωμα του πυρός, στην οθόνη, ακολουθώντας την πορεία της κεντρικής ηρωίδας σε μια διαδρομή που μοιάζει με λύτρωση και καταστροφή μαζί, ένα σήκωμα του μεσαίου δάχτυλου σε οποιαδήποτε (κινηματογραφική και μη) σύμβαση, από την έννοια της μητρότητας μέχρι την καθαρτική λειτουργία της τέχνης και από τη γυναικεία χειραφέτηση μέχρι τον σεξουαλικό αυτοπροσδιορισμό.

Η ταινία ξεκινά, άλλωστε, με έναν εμπρησμό, και η φωτιά γίνεται το μεταφορικό και κυριολεκτικό μοτίβο όλων όσων θα ακολουθήσουν. Η Εμα είναι μια νεαρή χορεύτρια ρεγκετόν στο Βαλπαραϊζο της Χιλής. Ο χορός είναι γι’ αυτή ένας τρόπος έκφρασης, αντίστασης κι επικοινωνίας, είτε με τις κολλητές φίλες της, είτε στα μπαρ τα βράδια, είτε σε αυτοσχέδιες συγκεντρώσεις στο δρόμο, είτε στα σχολεία όπου διδάσκει περιστασιακά, είτε στην πειραματική ομάδα χορού που διευθύνει μαζί με τον χορογράφο σύζυγό της. Είναι όμως και μια νεαρή γυναίκα ανίκανη να συντονιστεί με τις συμβάσεις και τις απαιτήσεις του ρόλου της μέσα στην κοινωνία. Οσο η εισαγωγή τη δείχνει να χορεύει με την ομάδα της κάτω από τα νέον φώτα και στο ρυθμό της καταιγιστικής μουσικής υπόκρουσης του Νίκολας Ζάαρ, αποκαλύπτεται ότι η Εμα είναι η μητέρα ενός υιοθετημένου παιδιού, το οποίο η ίδια επέστρεψε πίσω στην Πρόνοια, γιατί δεν ήταν ικανή να το αναθρέψει, μετά μάλιστα από ένα ατύχημα με υπεύθυνο τον μικρό Πόλο, ο οποίος έβαλε φωτιά στο σπίτι τους κι άφησε την αδερφή της Eμα με καμμένο το μισό πρόσωπο.

Και καθώς ο γάμος της διαλύεται, η Εμα θα ξεκινήσει μια οδύσσεια σεξουαλικής και προσωπικής αναζήτησης, ανερμάτιστη μέσα σε κοινωνία που έχει ενσωματώσει οργανικά την κουλτούρα της βίας, με μόνο όπλο το σώμα της, που θα συνεχίσει να δονείται οργασμικά στο ρυθμό της μουσικής, ανακαλύπτοντας σταδιακά τις αντιφάσεις και τα πισωγυρίσματα που κάθε πορεία προς την αυτοπραγμάτωση συνεπάγεται. Θα διεκδικήσει πίσω το γιο της, ακόμα κι αν αυτό σημάνει ότι πρέπει να διαλύσει τη νέα του οικογένεια, θα κάνει σεξ (και με τα δύο φύλα) με την ίδια πριμιτιβιστική προσέγγιση με την οποία χορεύει, θα βάλει φωτιές σε κάδους, φανάρια και αυτοκίνητα, θα εκτονώσει όλα της τα ένστικτα μέχρι να βρει (ειρωνικά και μη) την ευτυχία, ένα αχαλίνωτο αγρίμι μέσα σε μια αταβιστικά σαρκοφάγα κοινωνία.

Μετά από μια σειρά ταινιών που εξέτασαν με κυνική και χειρουργική ακρίβεια το ταραχώδες παρελθόν της Χιλής και μια σύντομη επίσκεψη στην Αμερική για μια αναπάντεχη και διαφορετική βιογραφική απεικόνιση της Τζάκι Κένεντι, ο Πάμπλο Λαραΐν επιστρέψει στη γενέτειρά του για μια «αυτοψία του τώρα», με τον ίδιο κλινικό τρόπο που υιοθέτησε στις προηγούμενες ταινίες του (και ειδικά στο «Τόνι Μανέρο»), ακολουθώντας και πάλι την πορεία ενός αινιγματικού και απροσπέλαστου χαρακτήρα, τον οποίον δεν κρίνει, αλλά καταγράφει με λήψεις που μοιάζουν να πορεύονται μαζί του μέσα στον λαβύρινθο των παθών του. Σε ένα αστικό τοπίο, αχανές και αφιλόξενο, το πλατινέ κεφάλι της Έμα, τα άγρια και δωρικά της χαρακτηριστικά και κυρίως το ανέκφραστο και μονίμως ανικανοποίητο βλέμμα της (αποκάλυψη η πρωταγωνίστρια Μαριάνα Ντι Γκιρολάμο) γίνονται μια πυξίδα χωρίς σαφή προσανατολισμό, που εκπλήσσει και ανατρέπει τις προσδοκίες σε κάθε σεναριακή αλλαγή.

Ακόμα κι αν δεν μπορείς να πάρεις ποτέ στα σοβαρά τα όσα (εξωφρενικά από ένα σημείο και μετά) διαδραματίζονται, τα οποία μάλιστα αγγίζουν επίπεδα λατινοαμερικάνικης σαπουνόπερας, το ίδιο δεν μπορείς ποτέ να πάρεις τα μάτια σου από την οθόνη, καθώς η πλανοθεσία του Λαραΐν και οι εναλλαγές ανάμεσα σε υπνωτιστικά τράβελινγκ και ασθματικές λήψεις δίνουν στην ταινία μυσταγωγικές διαστάσεις, όπου, όμως, όλα στο τέλος οδηγούν σε ένα κυνικό τίποτα, σε μια ευτυχία, που μοιάζει περισσότερο με ειρωνικό κλείσιμο του ματιού παρά με απτή πραγματικότητα. Αλλά ίσως αυτό είναι και το μόνο ταιριαστό για μια απολιτίκ (η απουσία οποιουδήποτε πολιτικού σχολιασμού σε αντίστιξη ειδικά με τις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη είναι εκκωφαντική) και ανερμάτιστη γενιά.

Το «Εμα», τελικά, είναι μια διαφορετική για κάθε θεατή ταινία κι όλοι όσοι την υποστηρίξουν με πάθος ή την απορρίψουν μετά βδελυγμίας θα έχουν κατά κάποιο τρόπο δίκιο.