Σαράντα λεπτά έξω από τη Βαλένθια, βρίσκεται η Αλμπουφέρα, η πιο μεγάλη λιμνοθάλασσα της Ισπανίας. Ενας σημαντικός υδροβιότοπος που προστατεύεται από εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία. Σ' αυτή την υγρή γη όμως, υπάρχουν αυθαιρεσίες. Οι ντόπιοι λεηλατούν ανεξέλεγκτα τον πλούτο της, ψαρεύοντας και κυνηγώντας, και ενώ η ξηρασία τους έχει γονατίσει, εκείνοι σπαταλούν άτσαλα τα αποθεματικά του νερού. Για αυτό ένας βιολόγος, με πατρική καταγωγή από τα μέρη, δέχεται την πρόσκληση κι επιστρέφει με την οικογένειά του -και μία προσωπική τραγωδία στις αποσκευές του- για να αναλάβει περιβαλλοντική δράση, να επιβάλει τους νόμους και να σταματήσει χωρικούς και κυνηγούς που θέτουν σε κίνδυνο το οικοσύστημα της λίμνης. Φυσικά, ξεσπάει πόλεμος. Η δική του πρωτευουσιάνικη αλαζονεία, αλλά και η μαφιόζικη συσπείρωση των ντόπιων συγκρούονται μοιραία και δραματικά.
Η φύση στις όχθες της Αλμπουφέρα, τα υγρά της μονοπάτια ανάμεσα σε βάτα και καλαμιές, η βαριά αντανάκλαση του ουρανού πάνω στον απέραντο όγκο νερού δίνουν απλόχερα την μυστικιστικά γοητευτική ατμόσφαιρα για να γυρίσει κανείς ένα σύγχρονο γουέστερν. Αντί για έρημο, το καλό με το κακό θα αναμετρηθούν πάνω σε υγρή γη.
Αυτό ενέπνευσε και τον Ινιάκι Σάντσεθ Αριέτα («El Camino») για να γράψει και να σκηνοθετήσει αυτό το οικολογικό θρίλερ - με καλές προθέσεις, αλλά μπερδεμένη εκτέλεση. Και σ' αυτό φταίει κυρίως η σεναριακή γραφή: ο Αριέτα θέλει να πει πάρα πολλά, μπουκώνει τον θεατή με πληροφορία, ενώ ταυτόχρονα δεν έχει το χρόνο να τα αναπτύξει σωστά, πιστευτά, στιβαρά.
Ποια είναι τα πραγματικά κίνητρα του βιολόγου, από που θέλει να ξεφύγει, ποια η υπαρξιακή σχέση με τον τόπο και τα φάντασμα του πατέρα του; Γιατί η γυναίκα του να παρουσιάζεται τόσο άδικα σχηματική, μία μητέρα σε νευρικό κλονισμό και κατάθλιψη, χωρίς μία καλογραμμένη σκηνή που να της δίνει υπόσταση; Πόσο κλισέ οι μαφιόζοι χωρικοί; Πόσο βεβιασμένη η τελευταία πράξη και η κάθαρση;
Αντιθέτως, σκηνοθετικά ο Αριέτα ξέρει πολύ καλά να στήνει το περιβάλλον μυστηρίου κι επικινδυνότητας, να ανεβάζει τη θερμοκρασία στην ένταση και να γοητεύει με τα πλάνα του στη φύση και τον ανοιχτό ορίζοντα. Αν είχε την ικανότητα να πετάξει τα περιττά, ώστε να αφήσει την ιστορία να αναπτυχθεί σωστά και να αναπνεύσει, τότε η «Υγρή Γη» θα ήταν ένα αυτόματα κλασικό νεονουάρ.
Δυστυχώς όμως ούτε ο πάντα δυνατός Ραούλ Αρεβάλο («Το Νησί») μπορεί να σώσει την κατάσταση στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Επιχειρεί να ισορροπήσει την προσωπική τραγωδία του ήρωα με το πείσμα του για τη σωτηρία του τόπου, αλλά το σενάριο δεν τον βοηθάει να ριζώσει τα κίνητρά του.
Στο τέλος αυτό που μένει είναι οι ατμοσφαιρικές εικόνες ενός μαγικού τοπίου, μίας φύσης ημιάγριας και γοητευτικής, σκοτεινής και γαλήνιας, που θα ευχόσουν να είχε καδράρει ο Αριέτα με ένα πιο δουλεμένο σενάριο στα χέρια του.