Η καθημερινότητα μιας νεαρής γυναίκας ανάμεσα στο ξενοδοχείο όπου δουλεύει και το σκοτεινό σπίτι που μοιράζεται με τον πατέρα της. Το αδιέξοδο φλερτ ενός συναδέλφου της, το φάντασμα της σεξουαλικής κακοποίησης από τον γεννήτορα της και μια βαλίτσα με τα ρούχα μιας νεκρής γυναίκας που θα αλλάξουν με μοιραίο τρόπο την ζωή της.
Γυρισμένη το 2005, η δεύτερη σκηνοθετική δουλειά του Σεμίχ Καπλάνογλου που πέρσι κέρδισε τη Χρυσή Αρκτο στο Βερολίνο για το «Μέλι», περιέχει τις βασικές αρχές του κινηματογραφικού οικοδομήματος που θα ολοκλήρωνε στη συνέχεια ο Τούρκος δημιουργός, αλλά απέχει αρκετά από την ολοκληρωμένη σύνθεση των επιμέρους στοιχείων της.
Η μελαγχολική, υπαινικτική ατμόσφαιρα, η χρήση της σιωπής, τα αργόσυρτα, μελετημένα πλάνα, οι συγκρατημένες ερμηνείες, στοιχεία που θα επανέλθουν στο έργο του σε πιο δουλεμένη μορφή, είναι όλα εδώ, αλλά προσπαθούν να στηρίξουν μια ιστορία που είναι περισσότερο ισχνή απ' όσο χρειάζεται για να σταθεί στα πόδια της.
Η εξαιρετική φωτογραφία και η στυλιζαρισμένη απεικόνιση τόσο της Κωνσταντινούπολης όσο και του οικογενειακού της μικρόκοσμου, περιγράφουν αποτελεσματικά το εσωτερικό σκοτάδι της ηρωίδας, και κάποιες από τις εικόνες του Καπλάνογλου έχουν συχνά όλη τη δύναμη που το φιλμ δεν μπορεί να αρθρώσει. Η σκηνή που η νεαρή κοπέλα ξετυλίγει ένα κουβάρι χρωματιστή κλωστή περπατώντας προς την εκπλήρωση ενός τάματος μόνο και μόνο για να γυρίζει συνεχώς πίσω όσο το νήμα κόβεται και η ευχή της μένει ξεκρέμαστη, θα μπορούσε να είναι μια αριστουργηματική μικρού μήκους.
Στιγμές σαν αυτή κρατούν μέσα τους την ουσία ενός φιλμ, που, δυστυχώς, μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τους αισθητικούς του στόχους παρά για την αφηγηματική του αρτιότητα.